Δεν είναι κείμενο για τον Τόμας Μπέρνχαρντ αυτό...


Τα νέα παλαιά ήθη επιστρέφουν. Τρυπώνουν πολιτισμένα, στα μουλωχτά, κι ύστερα στρογγυλοκάθονται. Σιγά σιγά θα τα συνηθίσουμε, σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, και όταν αρθεί η απαγόρευση κυκλοφορίας και η επαφή μας με τη νέα κανονικότητα, που θα ’ναι ακόμα πιο κανονική απ’ ό,τι φοβόμασταν, μπορεί να μας ξενίζει, θα έχουμε μάλλον εξοικειωθεί ακόμη πιο πολύ με τους αυτόκλητους φύλακες και προστάτες μεταξύ άλλων και των χρηστών ηθών.

Την αρχή την έκανε η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, η οποία με αφορμή την απαγόρευση κυκλοφορίας και το «Μένουμε σπίτι» πρόσφερε γενναιόδωρα μέσω του youtube κάποιες από τις μαγνητοσκοπημένες θεατρικές παραστάσεις της, οι οποίες μάλιστα θα μείνουν διαθέσιμες για πάντα.

Έτσι, στην παράσταση «Ρομπ» του Ευθύμη Φιλίππου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, την οποία μπορεί να δει οποιοσδήποτε, σε κάποιες σκηνές τα γυμνά στήθη των ηθοποιών καλύπτονται με εφέ θολώματος. Τα γυμνά στήθη των γυναικών φυσικά, όχι των ανδρών.

Με την παράσταση «Κοκκινοσκουφίτσα – Το πρώτο αίμα» της Λένας Κιτσοπούλου συμβαίνει κάτι άλλο. Στις πληροφορίες της συγκεκριμένης παράστασης υπάρχει η σημείωση «Βίντεο ακατάλληλο για ανηλίκους (κατόπιν αιτήματος του χρήστη που το ανέβασε)». Κατ’ επέκταση οποιοσδήποτε προσπαθήσει να δει τη συγκεκριμένη παράσταση χωρίς να έχει προηγουμένως συνδεθεί στον λογαριασμό του στο youtube βλέπει μια μαύρη οθόνη που λέει: «Συνδεθείτε για να επιβεβαιώσετε την ηλικία σας» και από κάτω «Αυτό το βίντεο ενδέχεται να είναι ακατάλληλο για ορισμένους χρήστες». Αφού συνδεθεί ως ενήλικος κανείς θα συνειδητοποιήσει ότι η επιβεβαίωση ηλικίας επιβλήθηκε λόγω της γλώσσας του έργου και θα δει πάλι το εφέ θολώματος στη σκηνή αυνανισμού του κυνηγού.

Εντάξει το γυμνό είναι γυμνό, πώς να το κάνουμε; Το κατάπιαμε αμάσητο αυτό. Και στο κάτω κάτω το Ίδρυμα Ωνάση παρέδωσε, όπως είδαμε, στον πρωθυπουργό, «στην ελληνική κυβέρνηση, στον ελληνικό λαό, στο εθνικό σύστημα υγείας δεκατριάμισι εκατομμύρια μάσκες μ’ ένα συνολικό κόστος 7,750 εκατομμύρια ευρώ», όπως ακούσαμε αυτολεξεί στο σχετικό βίντεο.

Υπάρχουν όμως και βασιλικότεροι του βασιλέως. Αν και μικρότερου μπάτζετ και βεληνεκούς, πάντοτε βέβαια από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.

Ο χάρτης, ένα μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό Λόγου και Τέχνης, με την ίδια αφορμή, την απαγόρευση κυκλοφορίας και το «Μένουμε σπίτι», προσκαλεί συνεργάτες και φίλους του να κάνουν ένα βίντεο διαβάζοντας ένα αγαπημένο κείμενό τους και να το μοιραστούν με το κοινό του περιοδικού στο facebook. Την επιμέλεια αυτής της πρωτοβουλίας έχει αναλάβει εκ μέρους του περιοδικού ο Αχιλλέας Κυριακίδης, γνωστός και βραβευμένος συγγραφέας, μεταφραστής και κινηματογραφιστής.

Τυχαία, επειδή ούτε συνεργάτης ούτε φίλος του συγκεκριμένου περιοδικού είμαι, έχω δει κάποια βίντεο που έχουν ανεβάσει κάποιοι «φίλοι» μου στο facebook, συνεργάτες ή φίλοι του περιοδικού.

Έτσι είδα και το βίντεο που έκανε η συγγραφέας και θεατρολόγος Μιράντα Βατικιώτη, η οποία επέλεξε να διαβάσει το κείμενο «Μια επιστολή για εντελώς προσωπική χρήση» του Τάσου Λειβαδίτη. Η έκπληξη που με περίμενε αυτή τη φορά ήταν χειρότερη από το εφέ θολώματος στις παραστάσεις της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Γιατί στο κλείσιμο της προτελευταίας πρότασης του κειμένου έχει προστεθεί ένας ενοχλητικός λογοκριτικός ήχος που σκεπάζει τη φωνή της συγγραφέως-αναγνώστριας. Έτσι απλά. Με ένα λογοκριτικό μπιπ, σαν κι αυτά στα οποία μας έχουν συνηθίσει τα ιδιωτικά κανάλια τηλεόρασης στα φτηνά σίριαλ. Ένα λογοκριτικό μπιπ και το «άντε γαμηθείτε, ρε πούστηδες!» του Τάσου Λειβαδίτη δεν ακούγεται. Και δεν ακούγεται γιατί μέσα στη σοφία του κάποιος άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών αποφάσισε μόνος του ή έπειτα από σύσκεψη με άλλους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών ότι ως φορέας πολιτισμού έχει το δικαίωμα να ανεβάζει στο facebook ό,τι γουστάρει λογοκριμένο. Κι ας είναι Τάσος Λειβαδίτης. Έτσι απλά, χωρίς ιστορική μνήμη αλλά με έντονη κοινωνική ευαισθησία. 

Και μάλιστα το βίντεο με αυτόν τον λογοκριμένο πια Τάσο Λειβαδίτη πήρε φυσικά κάποια «Μου αρέσει» και «Τέλειο» και στη σελίδα του περιοδικού και στο προφίλ του επιμελητή και στο προφίλ της συγγραφέως-αναγνώστριας και όπου αλλού κοινοποιήθηκε. Χωρίς να ενοχληθεί κανένας από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.

Βέβαια, όσον αφορά τη λογοκρισία δεν ξεχνώ δυο πράγματα που έχω μάθει από δύο φίλους Ιρανούς, που ξέρουν πολύ καλά τι θα πει λογοκρισία. Ο ένας μού είχε πει ότι όσο πιο καινούργιος είναι στην υπηρεσία της λογοκρισίας ο υπάλληλος, τόσο πιο άκαμπτος και αυστηρός είναι. Και ο άλλος ότι η κυβέρνηση, γιατί στη χώρα του η λογοκρισία είναι κρατική, είναι υπερήφανη για τη λογοκρισία, γιατί προφυλάσσει τον λαό απ’ τη διαφθορά.



Υ.Γ. Σε καμία περίπτωση δεν εξισώνεται το έργο, η σπουδαιότητα και ο συμβολισμός του Τάσου Λειβαδίτη με το έργο του Ευθύμη Φιλίππου, του Δημήτρη Καραντζά και της Λένας Κιτσοπούλου.