Με την Τζέννυ Έρπενμπεκ στο Βερολίνο

Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που συναντιόμαστε με την Τζέννυ Έρπενμπεκ αφορμή είναι κάποιο έργο της, και τις περισσότερες φορές η ενασχόλησή μου με τη μετάφραση κάποιου συγκεκριμένου έργου της. Αυτή τη φορά, λίγο πριν έρθει εκείνη στην Αθήνα για την παρουσίαση του μυθιστορήματός της Η συντέλεια του κόσμου, έχω έρθει εγώ στο Βερολίνο με μία υποτροφία για τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Περαστικοί, που θα κυκλοφορήσει μέσα στη χρονιά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Κάθε φορά, όμως, οι συναντήσεις μας δεν έχουν να κάνουν τόσο πολύ με την αφορμή τους τελικά.


Έτσι είναι και αυτή τη φορά, έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια γνωριμίας πια και μιας πολύ καλής φιλικής σχέσης και λίγο παραπάνω από έναν χρόνο μετά την τελευταία συνάντησή μας, στο Αννόβερο πέρυσι τον Απρίλιο, για την πρεμιέρα της όπερας Λωτ του Τζόρτζο Μπατιστέλι που ανέβηκε σε δικό της λιμπρέτο.


Στις συναντήσεις μας, λοιπόν, οι ιδιότητες της συγγραφέως και του μεταφραστή της περνούν κατά κάποιο τρόπο, φαινομενικά, πια σε δεύτερη μοίρα. Πάντα αρχίζουμε να μιλάμε για τα νέα της προσωπικής και οικογενειακής μας ζωής, συνεχίζουμε με τα νέα των φίλων της, που έχω γνωρίσει, και των δικών μου φίλων, που έχει γνωρίσει εκείνη, και κάποια στιγμή φτάνουμε βέβαια και στην πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, τη Γερμανία και την Ευρώπη.


Μιλάμε φυσικά και για την καθημερινότητά μας, και έτσι πάντα επανερχόμαστε και στα θέματα της δουλειάς μας, στο τι γράφει εκείνη, τι μεταφράζω εγώ, στο τι διαβάζουμε ή τι έχουμε διαβάσει από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, στον ελεύθερο χρόνο που μας λείπει και σε οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς ότι συζητάνε δυο άνθρωποι που έχουν να ιδωθούν αρκετό καιρό. Και φυσικά πάντα προκύπτουν και κάποιες αναφορές στο παρελθόν, σε αναμνήσεις, και με έναν τέτοιο τρόπο έρχονται και πάλι οι συνδέσεις με τα έργα της.


Αυτή τη φορά, παρ' όλ' αυτά, η επίσκεψή μου στο Βερολίνο συνέπεσε με μία πολύ ιδιαίτερη λογοτεχνική εκδήλωση, μία συνδιοργάνωση της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου και του Λογοτεχνικού Φόρουμ στο Σπίτι του Μπρεχτ, την Ώρα των πνευμάτων, η οποία διοργανώθηκε για δεύτερη χρονιά, στις 9 Ιουνίου, από τις 9 μέχρι τις 10 το βράδυ, στο κοιμητήριο Ντοροτέεν στο Βερολίνο, όπου βρίσκεται και ο τάφος του Μπρεχτ και της Βάιγκελ.


Στη διοργάνωση αυτή γνωστοί συγγραφείς, επιστήμονες και ηθοποιοί διάβασαν για μια ώρα αποσπάσματα από έργα εκλιπόντων συγγραφέων, καλλιτεχνών, επιστημόνων και πολιτικών πάνω από τον τάφο τους, με τη συνοδεία σαξοφώνου. Κάποιοι απ' τους αναγνώστες ήταν ο Χόλγκερ Τέσκε, που διάβασε Μπρεχτ, ο Ντουρς Γκρύνμπαϊν, που διάβασε Τόμας Μπρας, ο Κλέμενς Μάγερ, που διάβασε Βόλφγκανγκ Χίλμπιγκ, η Στέφι Κύνερτ, που διάβασε Άννα Ζέγκερς, η Κίρστεν Μπλοκ, που διάβασε Κρίστα Βολφ. Ανάμεσά τους και η Τζέννυ Έρπενμπεκ, που διάβασε Χέντα Τσίννερ.


Η δική μου η παρουσία εκεί δεν είχε ουσιαστικά κάποιο κίνητρο λογοτεχνικού ενδιαφέροντος και γι' αυτόν τον λόγο δεν περιφέρθηκα από τον έναν τάφο στον άλλον, όπως έκανε ένα μεγάλο μέρος του κοινού. Έμεινα από την αρχή ως το τέλος στον τάφο της Χέντα Τσίννερ, ακούγοντας την εγγονή της να διαβάζει αποσπάσματα από βιβλία της. Τα αποσπάσματα που διάβασε η Τζέννυ Έρπενμπεκ ήταν κυρίως από την αυτοβιογραφία της Χέντα Τσίννερ και αναφέρονταν στην εποχή που ήταν αυτοεξόριστη στη Μόσχα, τη δεκαετία του '30. Έτσι τελικά έγινε μια ιδιαίτερη εμπειρία που είχε και λογοτεχνικό ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί άκουσα κάποιες πληροφορίες για το παρελθόν και τις καταβολές μιας συγγραφέως που έχω την τύχη να μεταφράζω αλλά και γιατί συνειδητοποίησα πόσο αριστοτεχνικά είχε επεξεργαστεί η ίδια τελικά αυτό το υλικό, όταν το χρησιμοποίησε για το τρίτο βιβλίο του μυθιστορήματός της Η συντέλεια του κόσμου, προικίζοντας την ηρωίδα της με κάποια περιστατικά από τη ζωή της γιαγιάς της.


[Πρωτοδημοσιεύτηκε στη σελίδα των Εκδόσεων Καστανιώτη στο Facebook στις 22 Ιουνίου 2018]


10... 15... 20... 30...

Την Τζέννυ Έρπενμπεκ τη γνώρισα με τη νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού, το πρώτο έργο της, που κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1999, 10 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε το 2004, αλλά δυστυχώς για πολλά χρόνια παρέμενε εξαντλημένη, καταδικασμένη στη σιωπή για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Κάποιοι μου έγραφαν ότι είχαν δανειστεί το βιβλίο από κάποιον φίλο ή κάποια δημοτική βιβλιοθήκη· πολλοί περισσότεροι ότι το έψαχναν και δεν μπορούσαν να το βρουν. Ένας φίλος μού χάρισε κάποτε ένα αντίτυπο, που το βρήκε τυχαία στο μικρό βιβλιοπωλείο κάποιου απομακρυσμένου νησιού και το αγόρασε, για να έχω ένα δεύτερο, αν θελήσω να το δωρίσω κάποια στιγμή, είπε. Τώρα το έχω πια χαρίσει. Το 2016 οργανώθηκε με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Γκαίτε και σε σκηνοθετική επιμέλεια του Στέφανου Ντρέκου μια δραματοποιημένη ανάγνωση ολόκληρης της νουβέλας με τον υπότιτλο «Έτσι άρχισαν όλα...», για να ακουστεί επιτέλους και πάλι η Ιστορία του γερασμένου παιδιού στον ίδιο χώρο, όπου 12 χρόνια πριν είχαν ακουστεί κάποια αποσπάσματα διαβασμένα από τη Ρούλα Πατεράκη. 

Ήταν ανείπωτη, λοιπόν, η χαρά μου όταν οι εκδόσεις Καστανιώτη μού γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να εκδώσουν και πάλι την Ιστορία του γερασμένου παιδιού. Και η χαρά μου έγινε ακόμα μεγαλύτερη, όταν συμπτωματικά, 15 χρόνια μετά την πρώτη ελληνική έκδοση βρέθηκα να ξανακοιτώ εκείνη την παλιά μετάφραση, φιλοξενούμενος από τη συγγραφέα στο Μίτε του Βερολίνου, λίγα μέτρα μακριά από το μνημείο του Τείχους, ενώ η ίδια έγραφε τις πρώτες σελίδες του νέου της μυθιστορήματος, με φόντο εκείνη τη χώρα, για την οποία η πτώση του Τείχους σήμανε την απαρχή του τέλους της. 

Διάβασα πολύ προσεχτικά εκείνη την παλιά μετάφραση, αντιπαραβάλλοντάς τη γι’ άλλη μια φορά με το πρωτότυπο. Κάποιες από τις ερωτήσεις που είχα κάνει την πρώτη φορά στη συγγραφέα της τις έκανα και πάλι, αυτή τη φορά διά ζώσης, για να λάβω τις ίδιες απαντήσεις, και χάρηκα πολύ με την εκτίμηση που τρέφει ακόμα η πολυβραβευμένη πλέον συγγραφέας για αυτό το πρώτο έργο της. Σε κάποια σημεία έκρινα απαραίτητες κάποιες αλλαγές, που το πιθανότερο είναι να περάσουν απαρατήρητες. 

Τέλος, θεώρησα απαραίτητο να συμπεριληφθεί και σε αυτή τη νέα έκδοση το επίμετρο της πρώτης έκδοσης, το οποίο και ακολουθεί, κρίνοντας ότι η Ιστορία του γερασμένου παιδιού συνεχίζει να αποτελεί και σήμερα τον αντίποδα του αφηγήματος της επιτυχημένης ένωσης των δύο Γερμανιών, όπως εκφράζεται με τη δράση «3 Οκτωβρίου – Η Γερμανία τραγουδά», που πραγματοποιείται φέτος με κύριο σύνθημα «30 χρόνια ελευθερία και ενότητα», προσκαλώντας νέους και γέρους να τραγουδήσουν σε δημόσιους χώρους, κάνοντας «διαδηλώσεις ευχαριστίας», εθελοτυφλώντας ουσιαστικά μπροστά στις ανεπούλωτες πληγές που έχουν αρχίσει προ πολλού να κακοφορμίζουν. 


Αθήνα, Ιανουάριος 2020

[ٍٍΕπίμετρο στη νέα έκδοση της νουβέλας της Τζέννυ Έρπενμπεκ Ιστορία του γερασμένου παιδιού από τις εκδόσεις Καστανιώτη]

Τη χρονιά που ο Χίτλερ θα συναντήσει τον Φρειδερίκο τον Μέγα


Όταν βλέπω το τραμ στο Βερολίνο, ξέρω ότι βρίσκομαι στο πρώην Ανατολικό. Στις δύο τελευταίες επισκέψεις μου μεγάλη εντύπωση μου έκαναν δύο διαφημίσεις. Η μία, εν είδει αγγελίας αναζήτησης προσωπικού από εταιρία που αναρτά διαφημιστικές αφίσες, έγραφε: «Arsch bewegen, Plakate kleben!» («Κούνα τον κώλο σου, κόλλα αφίσες!»). Η άλλη ήταν παραλλαγές διαφήμισης του Γερμανικού Στρατού, που καλούν τη νεολαία να καταταγεί και να κάνει καριέρα στον στρατό, με κύριο σύνθημα «Κάνε κάτι που πραγματικά μετράει». Η πρώτη διαφήμιση και ο σχετικός δεσμός στην ιστοσελίδα της εταιρίας έχουν πλέον εξαφανιστεί, ενώ το σλόγκαν της το χρησιμοποιεί μια ομάδα, που κατεβάζει διαφημιστικές αφίσες και τις αντικαθιστά με άλλες που γράφουν «Η ΠΟΛΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΕ ΕΜΑΣ. ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗ Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ», για να κινητοποιήσει κι άλλους πολίτες να κάνουν το ίδιο. Οι αφίσες του Γερμανικού Στρατού έχουν πάρει με τη σειρά τους απάντηση από άλλες, που δείχνουν τι σημαίνει στρατός.

Κάπως έτσι έφυγε και το 2019, με τον εορτασμό των 30 χρόνων από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Έρχεται το 2020 με την 30η επέτειο της γερμανικής επανένωσης. Τη διοργάνωση του επίσημου εορτασμού έχει αναλάβει το κρατίδιο του Βρανδεμβούργου και ο μεγάλος εορτασμός, που θα σημάνει την έναρξη του εορτασμού σε όλα τα κρατίδια, θα γίνει στις 3 και 4 Οκτωβρίου στην πόλη του Πότσνταμ, η οποία είναι υπεύθυνη και για το εορταστικό πρόγραμμα. Ο προϋπολογισμός για τον εορτασμό στο Πότσνταμ ανέρχεται στα τρία εκατομμύρια ευρώ, για τα οποία αναζητούνται σπόνσορες, ενώ 700.000 ευρώ επιπλέον υπολογίζεται ότι θα στοιχίσουν οι περίπου 800 επίσημοι καλεσμένοι. Παράλληλα, η κιτς δράση «3 Οκτωβρίου - η Γερμανία τραγουδά» με κύριο σύνθημα «30 χρόνια ελευθερία και ενότητα» προσκαλεί όλες τις γενιές να τραγουδήσουν σε δημόσιους χώρους σε κάθε πόλη και χωριό, πραγματοποιώντας «διαδηλώσεις ευχαριστίας».

Ωστόσο, κάποιες θεατρικές παραστάσεις θα δώσουν έναν άλλον τόνο. Στο Berliner Ensemble ανεβαίνουν μεταξύ άλλων το Φάμπιαν ή Στο χείλος της αβύσσου του Έριχ Κέστνερ και Ο Ελληνας γείτονας του Φασμπίντερ. Στο Deutsches Theater ανεβαίνει Η καρδιά του χταποδιού του Νις-Μόμε Στόκμαν: Μια επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, μια νεοναζί με αναστολή και μια έγχρωμη νοσοκόμα συναντιούνται σε έναν οίκο ευγηρίας. Ο συγγραφέας προτείνει δύο εναλλακτικές για το τέλος: μια ύποπτη συμφιλίωση ή ένα καταστροφικό και σοκαριστικό τέλος. Στο ίδιο θέατρο ανεβαίνει το Hasta la Westler, baby των Τομ Κίνελ και Γιούργκεν Κούτνε, για το αντάμωμα των Δυτικών (Westler) με τους Ανατολικούς (Ostler), ενώ ο Κρίστιαν Βάιζε ανεβάζει στο Maxim-Gorki-Theater τον Άμλετ του Σαίξπηρ σε μια εκδοχή, στην οποία δύο οικογένειες ζουν μαζί αλλά δεν μπορούν να τα βρουν. Κλασικές επιλογές γίνονται και στο Deutsches Theater, όπου ανεβαίνει ο τρομερός τιμωρός της αδικίας Μίχαελ Κόλχαας του Χάινριχ φον Κλάιστ, αλλά και το καθένας (πεθαίνει) του Φέρντιναντ Σμαλτς, διασκευή έργου του Ούγκο φον Χόφμανσταλ, στο οποίο ο κύριος Καθένας είναι πλέον ανελέητος επιχειρηματίας νεοφιλελεύθερης κοπής. Στο ίδιο θέατρο επίσης ξεχωρίζει η πολιτική φάρσα του 77χρονου Ρόζα φον Πραουνχάιμ, Η κατσίκα του Χίτλερ και οι αιμορροΐδες του βασιλιά, ένα ξέφρενο ταξίδι στη γερμανική ιστορία, που φτάνει μέχρι μια συνάντηση του Χίτλερ με τον Φρειδερίκο τον Μέγα.



[Πρώτη δημοσίευση στο πολιτιστικό ένθετο Docville της εφημερίδας Documento στις 29 Δεκεμβρίου 2019]

Περί μετάφρασης...


[Ομιλία στην 3η Ημερίδα μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψήφιων διδακτόρων του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ στις 18 Οκτωβρίου 2019]


Σας ευχαριστώ πολύ για την τιμητική πρόσκληση που μου κάνατε, να συμμετάσχω στην ημερίδα σας, την οποία φυσικά αποδέχτηκα με μεγάλη μου χαρά, 25 χρόνια μετά τη συγγραφή της διπλωματικής εργασίας μου στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας.


Χαίρομαι πολύ που βλέπω σήμερα πρόσωπα από το παρελθόν, που έχουν συμβάλει με τον δικό τους τρόπο, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ίσως φαντάζονται, στη μετέπειτα πορεία μου. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, μία ξεχωριστή αναφορά στον καθηγητή Κλάους Μπέτσεν, στο γραφείο του οποίου, an seinem Schreibtisch, για να γίνω πλήρως κατανοητός, έχω την τύχη να δουλεύω πολλά χρόνια τώρα, περιτριγυρισμένος από τα βιβλία του.


Η αλήθεια είναι ότι τότε, το 1994, από φόβο μάλλον θυμάμαι να έρθω αντιμέτωπος με μία διπλωματική εργασία στην επιστήμη της λογοτεχνίας υπό τον δόκτορα Κλάους Μπέτσεν, του οποίου είχα παρακολουθήσει όλα τα μαθήματα στο Hauptstudium, είχα απευθυνθεί στον κ. Σκουτερόπουλο για να κάνω διπλωματική εργασία στην επιστήμη της μετάφρασης. Η αλήθεια είναι ότι όταν του απευθύνθηκα είχα ήδη γράψει την εισαγωγή της εργασίας μου, μια μάλλον λογοτεχνική παρά επιστημονική εισαγωγή, και είχα ήδη κάνει μια μικρή έρευνα, συγκεντρώνοντας τους συνειρμούς Ελλήνων και Γερμανών φίλων και γνωστών στο άκουσμα της λέξης «γαλάζιο» και «blau» αντίστοιχα, γιατί σχεδίαζα στη διπλωματική εργασία μου να ασχοληθώ με τη συλλογή του Georg Trakl Sebastian im Traum στη μετάφραση της Έλενας Νούσια Ο Σεμπάστιαν στο όνειρο, και στη συλλογή αυτή επανέρχεται το «blau» και παράγωγά του. Όλα αυτά, βέβαια, δεν πρόλαβα καν να τα πω στον κ. Σκουτερόπουλο, ο οποίος δικαίως μου είπε ότι δεν με γνωρίζει, ότι δεν γνωρίζει τη δουλειά μου ουσιαστικά, και θα έπρεπε να παρακολουθήσω κάποια μαθήματά του πρώτα. Εγώ είχα τελειώσει με τα μαθήματα του Hauptstudium, οπότε έπρεπε να αντιμετωπίσω τον φόβο μου.


Πράγματι έπειτα από μια δυο εβδομάδες, αν θυμάμαι καλά, συνάντησα τον καθηγητή Κλάους Μπέτσεν, στον 7ο όροφο, του είπα με μία πρόταση τι ακριβώς είχα στο μυαλό μου, εκφράζοντάς το η αλήθεια με μία μάλλον αστεία διατύπωση, για να εισπράξω ένα εξαιρετικό, εγκάρδιο, ηχηρό γέλιο από τον δόκτορα Μπέτσεν, ο οποίος όταν σταμάτησε να γελάει, κάθισε, ήμασταν όρθιοι έξω από τα γραφεία, κάθισε λοιπόν σε έναν πάγκο εκεί στον 7ο όροφο, και μου είπε: Αν μπορέσεις να μου το αποδείξεις, είμαι σύμφωνος. Η διατύπωση που είχε προκαλέσει το γέλιο του αείμνηστου καθηγητή ήταν ότι θέλω να αποδείξω ότι ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ του Τόμας Μανν είναι ένας γερασμένος Βέρθερος. Όταν πια αρκετούς μήνες αργότερα το είχα αποδείξει και γύρισα στο σπίτι μου έπειτα από την τελευταία συνάντηση στο πανεπιστήμιο με τον καθηγητή Κλάους Μπέτσεν, άρχισα να έχω τύψεις, γιατί με την εργασία μου είχα κατά κάποιο τρόπο προδώσει τον Βέρθερο, τη λογοτεχνική φιγούρα του Βέρθερου φυσικά. Έτσι μου ήρθε η ιδέα να γράψω ένα θεατρικό έργο, και εκείνο το θεατρικό έργο έπρεπε να αρχίζει με την τελευταία σελίδα από τα Πάθη του νεαρού Βέρθερου, τα οποία τότε, το 1994, δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα στη μετάφραση της Στέλλας Νικολούδη. Πολλά χρόνια αργότερα βέβαια έπεσε στα χέρια μου μία έκδοση που τότε αγνοούσα, μία έκδοση του 1922 σε μετάφραση Ι. Αρέτα. Έτσι, ουσιαστικά η πρώτη μου μετάφραση ήταν η τελευταία σελίδα από τα Πάθη του νεαρού Βέρθερου.


Και η μετάφραση εκείνη προέκυψε πραγματικά από την ανάγκη μου να χρησιμοποιήσω εκείνο το κείμενο, ώστε να καταφέρω να πω αυτό που ήθελα να πω. Ήταν μία καθαρά προσωπική υπόθεση. Η οποία ωστόσο θεωρούσα, ή μάλλον ήλπιζα, ότι μπορεί να αφορά και άλλους.


Πραγματικά μέχρι σήμερα, τόσο χρόνια μετά, δεν μπορώ να πω με ακρίβεια αν έφτασα στη μετάφραση μέσω της συγγραφής ή αν έφτασα στη συγγραφή μέσω της μετάφρασης. Η αλήθεια είναι ότι έχω μεταφράσει πολύ περισσότερες ώρες στη ζωή μου απ’ ό,τι έχω γράψει.


Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι ακόμα και σήμερα η μετάφραση αποτελεί για μένα πάντα προσωπική υπόθεση. Η οποία ευτυχώς, τώρα μπορώ να πω ότι το ξέρω, αφορά και άλλους. Πολλούς ή λίγους δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία, κανένα από τα βιβλία που έχω μεταφράσει δεν έχει γίνει αυτό που λέμε μπεστ σέλερ, και ούτε νομίζω ότι και θα γίνει ποτέ, εν πάση περιπτώσει δεν θα γίνει ποτέ αυτό για μένα κριτήριο για την επιλογή ενός βιβλίου προς μετάφραση.


Τώρα, ως προσωπική υπόθεση, η μετάφραση απαιτεί ειλικρίνεια. Όχι ότι δεν μπορεί να γίνει χωρίς ειλικρίνεια, αλλά όταν γίνεται χωρίς ειλικρίνεια έχει την τύχη που λίγο πολύ έχουν οι προσωπικές μας υποθέσεις όταν δεν τις αντιμετωπίζουμε με ειλικρίνεια. Ή γίνονται αδιέξοδες ή κάποια στιγμή καταρρέουν. Μέχρι τότε μπορούμε να έχουμε κοροϊδέψει πολλούς άλλους εκτός από τον εαυτό μας.


Τι ακριβώς σημαίνει ειλικρίνεια στη μετάφραση; Πολύ απλά θα έλεγα ότι σημαίνει ακριβώς ότι πριν προσπαθήσω να πείσω τους άλλους, πρέπει να έχω πειστεί εγώ ο ίδιος. Αν δεν έχω πειστεί εγώ ο ίδιος, και παρ’ όλ’ αυτά προσπαθώ να πείσω τους άλλους, αφ’ ενός αυτή η πρακτική δεν είναι ειλικρινής και αφ’ ετέρου ακόμη και αν πείσω κάποιους απ’ αυτούς, ξέρω ότι η πειθώ αυτή είναι μετέωρη και επί της ουσίας βασίζεται στην ευπιστία ή και στην άγνοια των άλλων.


Ως προσωπική υπόθεση επίσης, η μετάφραση έχει πάντα να κάνει τουλάχιστον με έναν άλλον. Υπό αυτή την έννοια η μετάφραση δεν είναι δυνατόν ποτέ να ομφαλοσκοπεί. Όταν ομφαλοσκοπεί χάνει τη σύνδεσή της με τον άλλον, οπότε αργά ή γρήγορα γίνεται πάλι αδιέξοδη ή καταρρέει, χάνοντας την ουσία της.


Ποιος είναι αυτός ο άλλος; Είναι ο αναγνώστης που δεν μπορεί να καταλάβει το πρωτότυπο; Σίγουρα όχι, αυτό το έχει ξεκαθαρίσει πολλά χρόνια πριν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο Die Aufgabe des Übersetzers. Είναι ο συγγραφέας του πρωτοτύπου; Θεωρώ πως όχι. Ακόμη και σε περιπτώσεις αυτοβιογραφίας, όπως ήταν για παράδειγμα η αυτοβιογραφία του Μαρσέλ-Ράιχ Ρανίτσκι με τον τίτλο Η ζωή μου / Mein Leben, που είχα τη χαρά να μεταφράσω, ο άλλος με τον οποίο έχει να κάνει η μετάφραση δεν είναι ο συγγραφέας της εκάστοτε αυτοβιογραφίας, αλλά η φωνή που έχει επιλέξει ο συγγραφέας να ακούγεται.


Με την ίδια έννοια θα πρέπει να πω ότι και εγώ τώρα δεν είμαι εγώ, αλλά η φωνή που εγώ έχω επιλέξει να ακουστεί εδώ. Και δεν είναι κάτι πρωτότυπο αυτό που λέω, ούτως ή άλλως ο Λουίτζι Πιραντέλλο το έχει καταθέσει πολλά χρόνια πριν στο Ένας, κανένας κι εκατό χιλιάδες. Ήμουν άλλος πριν από 2 ώρες στο σπίτι μου, είμαι άλλος εδώ τώρα και άλλος θα είμαι στο διάλειμμα, άλλος θα είμαι όταν μιλήσω με έναν φίλο μου, και άλλος όταν ενδεχομένως θα μιλήσω με κάποιον από τους γονείς μου, και προφανώς το ποιος θα είμαι τότε θα έχει να κάνει με το με ποιον από τους δύο θα μιλήσω. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί από μόνο του την ειλικρίνεια της κάθε φωνής που κάθε φορά ακούγεται.


Έτσι, η μετάφραση ενός βιβλίου του Κάφκα, δεν έχει να κάνει με τον Κάφκα, αλλά με την εκάστοτε φωνή που έχει επιλέξει ο Κάφκα να ακούγεται σε κάθε βιβλίο του που επιλέγουμε να μεταφράσουμε. Και πολύ απλά θα πω ότι άλλη φωνή ακούγεται στην Επιστολή προς τον πατέρα, άλλες φωνές ακούγονται στη Μεταμόρφωση, άλλη φωνή ακούγεται στα γράμματα στη Φελίτσε και άλλη φωνή στη Δίκη ή στα Ημερολόγιά του. Και επειδή η περίπτωση του Κάφκα είναι ιδιαίτερη, θα πω ότι άλλες φωνές ακούγονται στους Περαστικούς της Τζέννυ Έρπενμπεκ, άλλες φωνές στην Ιστορία του γερασμένου παιδιού και άλλες φωνές στη Συντέλεια του κόσμου. Το καλοκαίρι ολοκλήρωσα τη μετάφραση της συλλογής διηγημάτων της Καταρίνα Μπέντιξεν με τον τίτλο Der Wihiskyflaschenbaum / Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι, 21 διηγήματα με πολλές, διαφορετικές φωνές.


Μιλάω για φωνές, γιατί δεν είναι πάντα, ή ίσως μόνο σπάνια είναι, μία η φωνή που ακούγεται σε ένα βιβλίο. Ακόμη και σε αποκλειστικά πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, ακούγονται κάποιες φορές έμμεσα κάποιες τρίτες φωνές.


Με αυτές τις φωνές έχει να κάνει η μετάφραση και αυτές τις φωνές καλείται πρώτ’ απ’ όλα να ακούσει ο μεταφραστής. Και ίσως σ’ αυτή τη διαφορετικότητα των φωνών κάθε φορά έγκειται και το ότι όσα βιβλία του ίδιου συγγραφέα και να έχει μεταφράσει κανείς, η δουλειά του μεταφραστή ποτέ δεν γίνεται πιο εύκολη στην ουσία της. Ασφαλώς είναι μια δουλειά, κατά την οποία συνεχώς μαθαίνεις, είναι μία διά βίου μάθηση, θα μπορούσα να πω, αλλά δεν φτάνεις ποτέ σ’ ένα σημείο, στο οποίο να μπορείς να πεις ότι θα χρησιμοποιήσεις ό,τι έχεις μάθει, χωρίς να χρειαστεί να μάθεις κάτι καινούργιο.


Και αυτό το καινούργιο, κάθε φορά, αρχίζει με το άκουσμα της νέας φωνής, με την οποία έχεις να δουλέψεις, και την οποία θα πρέπει να μεταφέρεις στη γλώσσα σου, για να ακουστεί εκ νέου.


Ποιος μιλάει; Είναι δική του η φωνή που ακούγεται ή είναι η φωνή κάποιου άλλου, την οποία μεταφέρει; Πού και πότε μιλάει; Σε ποιον μιλάει; Τι ακριβώς λέει και γιατί λέει ό,τι λέει; Τι ενδεχομένως αποκρύπτει αρχικά και τι αποκαλύπτει στη συνέχεια; Γιατί αποκρύπτει ό,τι αποκρύπτει και πώς φτάνει να αποκαλύψει ό,τι αποκαλύπτει; Ποια είναι η ένταση της φωνής του όταν μιλάει; Έχει διακυμάνσεις η ένταση της φωνής του; Ψιθυρίζει; Φωνάζει; Παραληρεί;


Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που καλείται ν’ απαντήσει ένας μεταφραστής. Εν συντομία θα έλεγα ότι απλώς καλείται να ακούσει την αλήθεια της άλλης φωνής. Τη δική της αλήθεια. Δεν καλείται να ντύσει την αλήθεια της φωνής που ακούει με τη δική του αλήθεια.


Ο μεταφραστής οφείλει, λοιπόν, κάθε φορά να ξεπεράσει τα όρια, τα σύνορα της δικής του αλήθειας και της δικής του γλώσσας. Γι’ αυτό ακριβώς θεωρώ ότι στην πράξη η μετάφραση είναι επαναστατική διαδικασία. Ο συντηρητισμός δεν της ταιριάζει. Καταργεί σύνορα, διαχωριστικά τείχη και χώρους Σένγκεν. Αυτό το συνειδητοποίησα ιδιαίτερα τα τελευταία 2 χρόνια κατά τη συνεργασία μου με τον Ιρανό ποιητή Μοχαμμάντ Χεμματί, του οποίου η πρώτη ποιητική συλλογή θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο σε δίγλωσση περσική και ελληνική έκδοση με τον τίτλο Γκαβαρέ / Η κούνια.


Και για να επιστρέψω στη μετάφραση ως προσωπική υπόθεση, σχηματικά θα πω ότι ο μεταφραστής οφείλει να καλωσορίζει αυτή την άλλη φωνή, ν’ ανοίγει ολόψυχα την αγκαλιά του και να την υποδέχεται με τρυφερότητα, αγάπη και σεβασμό, τιμώντας την και όχι πνίγοντάς την. Το ότι ο σεβασμός και η αγάπη για τον άλλον προϋποθέτουν τον αυτοσεβασμό και την αγάπη για τον εαυτό είναι ασφαλώς κοινός τόπος. Ένα σφιχταγκάλιασμα είναι, λοιπόν, κάθε φορά η δουλειά του μεταφραστή. Ένα σφιχταγκάλιασμα στο οποίο παραμένουν ισότιμα διακριτοί οι δύο που αγκαλιάζονται. Ένα σφιχταγκάλιασμα, που όταν πια λύνεται στις δύο αυθύπαρκτες οντότητες που το δημιούργησαν, τις έχει μεν κάνει πιο πλούσιες απ’ ό,τι ήταν, αλλά ο πλούτος αυτός δεν είναι απτός, και σίγουρα δεν εξαργυρώνεται, δεν είναι αγοραίος.



Παρ’ όλ’ αυτά, το έργο του μεταφραστή πωλείται, ο μεταφραστής ζει και εργάζεται σε μια αγορά. Συνεπώς χρειάζεται έναν εξοπλισμό, χρειάζεται βιβλία, λεξικά, ηλεκτρονικό υπολογιστή, προγράμματα και εφαρμογές, εκτυπωτή, χαρτί, μελάνια, πρόσβαση στο διαδίκτυο, ενδεχομένως κάποιες συνδρομές σε περιοδικά ή διαδικτυακά πόρταλ. Πρέπει να πληρώνει την ασφάλισή του, το ηλεκτρικό ρεύμα, τη θέρμανση, το νερό και το φαγητό του. Πρέπει να παρακολουθεί γενικότερα τον πολιτισμό της χώρας στη γλώσσα της οποίας μεταφράζει, αλλά και τον πολιτισμό της χώρας από της οποίας τη γλώσσα μεταφράζει. Πρέπει να έχει την ευχέρεια πού και πού να ταξιδεύει στην ξένη χώρα, για να του γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερο ξένη η χώρα αυτή. Να συναντά συναδέλφους από τη χώρα του και από άλλες χώρες, για να ανταλλάσσει εμπειρίες, και να μην μένει απομονωμένος στο προσωπικό του γραφείο.


Ο αυτοσεβασμός που ανέφερα πριν εμπεριέχει ασφαλώς και την κάλυψη αυτών των αναγκών ή και πολυτελειών για κάποιους. Και καλό θα ήταν να το έχουμε στο μυαλό μας αυτό όσοι θέλουμε να ασχολούμαστε με τη μετάφραση. Θα πρέπει κάποια στιγμή να πάψει η μετάφραση να αποτελεί πάρεργο για τους περισσότερους από εμάς. Μπορεί να μην είμαστε μισθωτοί εργαζόμενοι οι μεταφραστές, αλλά γνωρίζουμε κι εμείς ούτως ή άλλως ότι η αμοιβή μας θα πρέπει τουλάχιστον να μας δίνει τη δυνατότητα να ξυπνάμε κάθε πρωί και να είμαστε σε θέση, να έχουμε τις δυνάμεις, να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, έτσι όπως το έχει αναλύσει πριν από πολλά χρόνια ο Μαρξ στο Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο. Και όπως θα φαντάζεστε, όταν μπαίνει ο Μαρξ στη συζήτηση, σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν κάποιες διεκδικήσεις εκ μέρους μας.


Αυτή, εν συντομία, είναι η αγοραία πλευρά της εργασίας του μεταφραστή. Σ’ αυτήν κάποιες φορές εμπεριέχονται και χρέη ατζέντη και διαπραγματευτή με τους ντόπιους και ξένους εκδοτικούς οίκους, που ασφαλώς είναι χρονοβόρα.


Πώς είναι δυνατόν τελικά να έχω φτάσει να μιλώ αγοραία για μια εργασία που ο πλούτος που παράγει δεν είναι αγοραίος;


Είναι επειδή σας μίλησα με τουλάχιστον δύο φωνές σήμερα εδώ, αν και όταν σχεδίαζα αρχικά αυτή την ομιλία, νόμιζα ότι η φωνή που θα επέλεγα θα ήταν μία. Θεωρώ πως κάθε μία από αυτές τις δύο κύριες φωνές έχει τη δική της αλήθεια και κάθε μία απ’ αυτές θα χαρεί ξεχωριστά αν τύχει να εισακουστεί από τωρινούς ή μελλοντικούς συναδέλφους.


Σας ευχαριστώ.