ένα διαχρονικό αντιπολεμικό έργο

Η μετάφραση του σύντομου κειμένου του Χανς Έριχ Νόσσακ Η καταστροφή μού ανατέθηκε από τις εκδόσεις Σκαρίφημα τον Αύγουστο του 2018, όπως μου είχε ανατεθεί και δύο χρόνια πριν για πρώτη φορά από τον νεοσύστατο εκδοτικό οίκο η μετάφραση του μυθιστορήματος Ο αυτόπτης μάρτυρας του Ερνστ Βάις. Και όπως και στην περίπτωση του Βάις δεν είχα διαβάσει ποτέ πριν κάτι δικό του, παρότι είχα συναντήσει το όνομά του κατά την ενασχόλησή μου με τον Κάφκα, έτσι πάλι δεν είχα διαβάσει ποτέ πριν κάποιο κείμενο του Νόσσακ, παρότι είχα συναντήσει το όνομά του διαβάζοντας Ζέμπαλντ, ο οποίος μάλιστα τον εξαίρει ως τον μοναδικό Γερμανό συγγραφέα της εποχής που διέθετε τη βούληση και το ψυχικό σθένος να καταγράψει τις επιπτώσεις της καταστροφικής εκστρατείας των Συμμάχων κατά γερμανικών πόλεων. 

Γιατί Η καταστροφή, που γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1943 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1948, αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία για τους βομβαρδισμούς του Αμβούργου από τους Συμμάχους το καλοκαίρι του 1943, που είχαν το κωδικό όνομα «Επιχείρηση Γόμορρα». 

Αφενός η προηγούμενη ανάθεση από τις εκδόσεις Σκαρίφημα και αφετέρου η κρίση του Ζέμπαλντ για τον Νόσσακ αρκούσαν, ώστε να δεχτώ να αναλάβω τη μετάφραση, πριν καν διαβάσω το βιβλίο. Αν και είναι αλήθεια ότι αυτό, το να αναλάβω να μεταφράσω ένα βιβλίο χωρίς να το έχω διαβάσει πριν ολόκληρο, το είχα μετανιώσει μια φορά στο παρελθόν, ήμουν σίγουρος ότι αυτή τη φορά δεν θα συνέβαινε, γιατί, πέρα από την καλή συνεργασία μου με τις εκδόσεις Σκαρίφημα σε επίπεδο συνεννόησης, έτρεφα ήδη ιδιαίτερη εκτίμηση  για τα κριτήρια με τα οποία καταρτίζουν το εκδοτικό τους πρόγραμμα. 

Το πρώτο που έκανα, φυσικά, ήταν να διαβάσω το βιβλίο. Εκείνη η πρώτη ανάγνωση ήρθε να επιβεβαιώσει ότι καλώς είχα αποδεχτεί να αναλάβω τη μετάφραση της Καταστροφής. Η μαρτυρία του Νόσσακ, γραμμένη μόλις λίγους μήνες έπειτα από εκείνους τους βομβαρδισμούς, με τις πληγές ανοιχτές ακόμη, είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο. 

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ο Νόσσακ επιλέγει σε ένα κομβικό σημείο της μαρτυρίας του να μιλήσει με στίχους από την Οδύσσεια. Όταν κάνει λόγο για τα αντιαεροπορικά πυρά, τα ναζιστικά σαφώς πυρά κατά των συμμαχικών βομβαρδιστικών, λέει: 

«Το αίσθημα της φρικτής ικανοποίησης για τον εχθρό που χτυπήθηκε δεν εμφανίστηκε. Θυμάμαι ότι με μια τέτοια ευκαιρία κάποιες γυναίκες πάνω στη στέγη του διπλανού σπιτιού άρχισαν να χειροκροτούν, και πώς εγώ τότε όλο θυμό αναλογίστηκα τα λόγια του Οδυσσέα, με τα οποία απαγόρεψε στη γριά τροφό να δείχνει χαρά για τον θάνατο των μνηστήρων:

Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις
δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους!»

Αυτή η αρχαιοελληνική αλήθεια, αυτός ο σεβασμός σε κάθε ανθρώπινη ζωή αποτελεί την ισχυρότερη ασπίδα κατά της επέλασης του ναζισμού, του φασισμού, κάθε εθνικισμού γενικότερα.  Αυτό με έκαναν να σκεφτώ κάποια σχόλια αγανακτισμένων πολιτών που εμφανίστηκαν στη σελίδα των εκδόσεων Σκαρίφημα στο facebook σχετικά με την κυκλοφορία της Καταστροφής. Λες και ο Χίτλερ ήταν ο τελευταίος λαοπλάνος ηγέτης, λες και η μοίρα κάθε λαού σπάνια γίνεται έρμαιο εκείνων που με τον έναν ή άλλον τρόπο παίρνουν τα ηνία της εξουσίας, λες και σκοπός εκείνων των βομβαρδισμών ήταν η διαφύλαξη της ειρήνης των λαών και λες και ο ελληνικός και κυπριακός λαός ευεργετήθηκαν μετά απ’ τους Συμμάχους. 

Η καταστροφή είναι ένα διαχρονικό αντιπολεμικό έργο. Υπερβαίνει τον χρόνο και τον τόπο που τη γέννησαν. Σκηνές όπως η παρακάτω δεν είναι σκηνές του τότε και του πριν, είναι σκηνές του σήμερα και του αύριο. Δεν έχει σημασία αν αυτός που τις έγραψε έχει για μητρική του γλώσσα τα γερμανικά, τα ελληνικά ή τα αραβικά.

«Τη νύχτα κιόλας και νωρίς τα χαράματα εμφανίσθηκαν οι πρώτοι πρόσφυγες. Ξυπόλυτοι κάποιοι και με το νυχτικό, έτσι όπως είχαν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι κι είχαν τρέξει να βγουν στον δρόμο. Έφεραν μια τρομακτική σιγή μαζί τους. Κανένας δεν τολμούσε να τους ρωτήσει, όταν κάθονταν βουβοί στην άκρη του δρόμου· ναι, και βοήθεια μόνο να ήθελες να τους προσφέρεις φάνταζε με εκκωφαντική δραστηριότητα. Ύστερα έφθασαν φορτηγά. Οι άνθρωποι κάθονταν ξένοι εκεί μέσα. Πού πάμε; Γιατί σταματάμε; Αφήστε μας να κοιμηθούμε λιγάκι ακόμη! Τα χέρια τους γαντζωμένα σε μπόγους με ακατανόητα υπάρχοντα, σαν ένα ύστατο βάρος, που τους κρατούσε στο έδαφος. Πουθενά κλάματα ή έστω ένα δάκρυ· αμίλητοι κατέβαιναν και αφήνονταν να τους οδηγήσουν».

Μετά την πρώτη ανάγνωση, έκανα, όπως πάντα, ένα πρόγραμμα μετάφρασης, το οποίο πολύ γρήγορα αποδείχτηκε αδύνατο να τηρήσω. Είχα υποτιμήσει την ψυχική κούραση που θα έφερνε αυτή η μετάφραση. 

Κάποια στιγμή, ωστόσο, ολοκληρώθηκε και ακολούθησε η εισαγωγή, για την οποία είχα την τύχη να εκμεταλλευτώ την πλούσια βιβλιοθήκη του Ευρωπαϊκού Συμποσίου Μεταφραστών στο Στράλεν της Γερμανίας.

Ο πολυβραβευμένος εν ζωή Χανς Έριχ Νόσσακ, που η δημοσίευση των γραπτών του επί ναζισμού απαγορευόταν, που μετά τον θάνατό του πήραν το όνομά του δύο βραβεία, είναι ένας πολύ γνωστός συγγραφέας στη Γερμανία, που (γιατί άραγε;) δεν διαβάζεται και τόσο πολύ.

[Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο DIASTIXO στις 16 Νοεμβρίου 2020.]

Εν αρχή ην ο λόγος...

[Αναδημοσίευση για την ανάγκη δημιουργίας του ιστολογίου «INGEBORG BACHMANN RECOVERED / για την αποκατάσταση του ποιητικού έργου της στα ελληνικά», που πρωτοδημοσιεύτηκε εδώ.]

Την ανάγκη για τη δημιουργία αυτού του ιστολογίου την προκάλεσε αφενός η χείριστη έκδοση απάντων των ποιημάτων της εξαιρετικής Αυστριακής συγγραφέως και ποιήτριας από εκδοτικό οίκο της Αθήνας, που φαίνεται να ειδικεύεται στις μεταφράσεις και εκδόσεις ποιητικών έργων, τον Ιούνιο του 2020 και αφετέρου οι ενέργειες του εκδοτικού οίκου μετά την κριτική για αυτή τη χείριστη έκδοση που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο «η βαλίτσα» στις 8 Αυγούστου 2020

Αντί ο εκδοτικός οίκος να ζητήσει συγγνώμη από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και να αποσύρει το βιβλίο από την αγορά, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε εκδοτικός οίκος σέβεται το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται, έγιναν, καθώς φαίνεται, καταγγελίες στην Google βάσει του ευρωπαϊκού νόμου για την προστασία δεδομένων, ώστε η συγκεκριμένη ανάρτηση με την κριτική να μην εμφανίζεται στις μηχανές αναζήτησης, όταν αναζητά κανείς το όνομα της ποιήτριας μαζί με το όνομα του εκδοτικού οίκου ή κάποιου άλλου εμπλεκόμενου προσώπου σε αυτό το εκδοτικό φιάσκο. 

Η Google μάς πληροφορεί σχετικά: 

«Με ποιον τρόπο εφαρμόζετε την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με το «δικαίωμα στη λήθη» (right to be forgotten);
Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει έντονες συνέπειες στις μηχανές αναζήτησης στην Ευρώπη. Το δικαστήριο θεώρησε ότι συγκεκριμένοι χρήστες έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από μηχανές αναζήτησης όπως το Google να καταργήσουν τα αποτελέσματα αναζητήσεων που περιλαμβάνουν το όνομά τους. Για να έχουν αυτό το δικαίωμα οι χρήστες, οι πληροφορίες που εμφανίζονται θα πρέπει να είναι "ακατάλληλες, να μην είναι ή να έχουν πάψει να είναι συναφείς ή υπερβολικές". [...]»

Ακολούθησε το παρακάτω δημόσιο σχόλιο σε χορηγούμενη ανάρτηση της σελίδας των εκδόσεων στο Facebook, το οποίο, όπως ήταν αναμενόμενο (εξού και το στιγμιότυπο οθόνης άλλωστε), πολύ γρήγορα διαγράφτηκε και ο συντάκτης του μπλοκαρίστηκε. 



Έτσι, η κριτική αναδημοσιεύτηκε στις 11 Αυγούστου στο ιστολόγιο  «logotexnia21» και προς το παρόν η αναδημοσίευσή της δεν μπλοκάρεται από τις μηχανές αναζήτησης. 

Αν και ο εκδοτικός οίκος εξακολουθεί να μην έχει δώσει καμία απάντηση μέχρι σήμερα για το συγκεκριμένο βιβλίο, αντί για απάντηση φρόντισε να δημοσιευτούν δύο «ανεξάρτητα»«κατατοπιστικά» «ρεπορτάζ» για τη γερμανόφωνη ποίηση που εκδίδει: το ένα στις 20 Αυγούστου σε ηλεκτρονική σελίδα που ειδικεύεται στη λογοτεχνία και το άλλο στις 24 Αυγούστου στην ηλεκτρονική σελίδα έντυπου free press. Ωστόσο, ουσιαστικά πρόκειται για δύο δημοσιεύσεις του ίδιου πανομοιότυπου κειμένου. Τυπικά, φαντάζομαι, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για διαφημιστικές καταχωρίσεις, γιατί προφανώς δεν θα υπάρχουν τα αντίστοιχα παραστατικά. Και αφού ο εκδοτικός οίκος κατάφερε να εμφανίζεται ως ρεπορτάζ ένα διαφημιστικό κείμενο, συνέχισε κάνοντας διαφήμιση το «ρεπορτάζ» αυτό ως χορηγούμενη ανάρτηση στο Facebook. Πέραν τούτου είχε βέβαια προηγηθεί στις 15 Αυγούστου και ένα άλλο ρεπορτάζ για τα βιβλία του καλοκαιριού εν γένει στην ηλεκτρονική σελίδα γνωστής καθημερινής εφημερίδας, στο οποίο η  συγκεκριμένη έκδοση χαρακτηριζόταν εν παρόδω «ευτύχημα». Από τη μια πλευρά, λοιπόν, οι συντονισμένες και λίγο πολύ αναμενόμενες προσπάθειες του εκδοτικού οίκου, από την άλλη πλευρά η ουσιαστική άγνοια και η ελαφρά τη καρδία δημοσιογραφία: και η εξαπάτηση του αναγνωστικού κοινού καλά κρατεί! Αυτό που μένει είναι να δούμε τη συγκεκριμένη έκδοση κάποια στιγμή να φιγουράρει στη λίστα με τα ευπώλητα κάποιου μικρού ή μεγάλου, φυσικού ή ηλεκτρονικού βιβλιοπωλείου.


Έτσι προέκυψε η ανάγκη για τη δημιουργία αυτού του ιστολογίου, το οποίο θα υπηρετεί καθαρά εκπαιδευτικούς σκοπούς. Εδώ θα δημοσιεύονται μεταφράσεις ποιημάτων της σπουδαίας Αυστριακής ποιήτριας όχι για εμπορικούς λόγους αλλά για να έχει τη δυνατότητα το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ή ο μελετητής του έργου της να διαβάσει τα ποιήματά της σε όσο το δυνατόν περισσότερο προσεγμένες μεταφράσεις. 

Για ευνόητους λόγους οι αναρτήσεις αυτού του ιστολογίου θα αναδημοσιεύονται και αλλού. Ευχής έργον είναι να παραμείνει το ιστολόγιο αυτό δημόσιο. Αν ωστόσο υπάρξουν συντονισμένες προσπάθειες φίμωσής του, τότε θα μετατραπεί σε ιδιωτικό (μόνο για συγκεκριμένους αναγνώστες) και οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος θα μπορεί να συνεχίσει να το διαβάζει (σχετικές οδηγίες εν καιρώ, αν χρειαστεί).

Σε περίπτωση που η πρόχειρη έκδοση απάντων των ποιημάτων της Αυστριακής ποιήτριας που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2020 συνεχίζει να πωλείται, παρά την προτροπή της σχετικής κριτικής να αποσυρθεί όσο το δυνατόν συντομότερα, το ιστολόγιο αυτό δεν αποτρέπει κανέναν από την αγορά της. Άλλωστε, οι όποιοι αγοραστές και αναγνώστες θα μπορέσουν σιγά σιγά να καταλάβουν γιατί όντως έπρεπε να έχει αποσυρθεί η συγκεκριμένη έκδοση. 

Τέλος, αναρωτιέμαι αν ο γερμανικός εκδοτικός οίκος που εμπορεύεται τα δικαιώματα του έργου της και που εκπροσωπείται από ελληνικό πρακτορείο πνευματικών δικαιωμάτων θα ενδιαφερθεί να προστατέψει ουσιαστικά αυτό το σημαντικό έργο από την παραποίηση και διαστρέβλωσή του. 

Αποσύρετε, παρακαλώ!

Είναι αλήθεια ότι έλειπε μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της εξαιρετικής Αυστριακής ποιήτριας και συγγραφέως Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν (1926-1973) στα ελληνικά, όπως είναι αλήθεια ότι δυστυχώς θα συνεχίσει να λείπει, γιατί ο τόμος που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν σερβίρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια παρανοημένη, παραμορφωμένη και εντέλει κακοποιημένη Μπάχμαν. Ως εκ τούτου το καλύτερο θα ήταν να αποσυρθεί από την αγορά όσο το δυνατόν συντομότερα. 

Τα προβλήματα αρχίζουν από την Εισαγωγή, για την οποία έχει επιλεγεί ένα κείμενο της Βρετανίδας Έμμα Γκάρμαν, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2019 στο the Paris Review. Αν και το συγκεκριμένο κείμενο δεν είναι το καταλληλότερο για εισαγωγή στην ελληνική έκδοση απάντων των ποιημάτων της Μπάχμαν, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να παραβλεφθεί, αν δεν άφηνε να φανεί ήδη από την εισαγωγή, την οποία μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας από τα αγγλικά φυσικά, μια προχειρότητα που συνοδεύει την όλη έκδοση και μια γενικότερη άγνοια του έργου της Μπάχμαν από όλους όσοι εμπλέκονται σε αυτό το εκδοτικό φιάσκο. 

Έτσι, μαθαίνουμε από την Εισαγωγή ότι η συγγραφέας γνώρισε τον Χέντσε «μέσω της κολλεκτίβας αριστερών συγγραφέων Group 47» (αντί Gruppe 47, Γκρούπα 47, Ομάδα 47 ή έστω Ομάδα του ’47, όπως εμφανίζεται στο χρονολόγιο στο τέλος του βιβλίου, το οποίο μάλλον μεταφράστηκε από την Χ. Π. Γραμματικοπούλου), ότι επίσης έχει γράψει το λιμπρέτο της όπερας Ο πρίγκιπας του Αμβούργου (αντί του Χόμπουργκ, ο τίτλος  εμφανίζεται σωστός στο χρονολόγιο), και το μυθιστόρημα Ο Ιβάν, ο Μάλινα και εγώ (ο Μάλινα, αφού επαναληφθεί σχεδόν δέκα φορές στην εισαγωγή και άλλη μία φορά στο χρονολόγιο, θα γίνει σωστά Μαλίνα στο οπισθόφυλλο της έκδοσης πια, που προφανώς γράφτηκε και διορθώθηκε αργότερα). 

Αυτό που δεν διορθώθηκε ούτε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι μια φράση της Μπάχμαν από μια ομιλία της, που παρατίθεται στην αρχή της Εισαγωγής: «Εάν είχαμε τη λέξη, […] εάν είχαμε γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη όπλα». Είναι, πιστεύω, ηλίου φαεινότερο ότι η Μπάχμαν δεν εννοεί «τη λέξη» όταν λέει «das Wort» και ίσως και η Έμμα Γκάρμαν, όταν μετέφραζε τα λόγια της Μπάχμαν στα αγγλικά, να μην εννοούσε «τη λέξη» όταν έγραφε «the word». Όταν η Μπάχμαν λέει «das Wort» εννοεί «τον λόγο» από τη φράση της Αγίας Γραφής «Εν αρχή ην ο λόγος», η οποία στα γερμανικά είναι «Am Anfang war das Wort» και για τον γνώστη των γερμανικών γραμμάτων η φράση αυτή είναι περισσότερο γνωστή από τον Φάουστ του Γκαίτε. Πέραν τούτου η συγκεκριμένη φράση της Μπάχμαν ενδέχεται να παρερμηνευθεί λόγω της ιδιαίτερης αλλά τυπικότατης γερμανικής σύνταξης και μάλιστα ενδέχεται να παρερμηνευθεί και από Γερμανούς αναγνώστες, αν διαβαστεί επιπόλαια. Στο πρωτότυπο έχει ως εξής: «Hätten wir das Wort, hätten wir die Sprache, wir bräuchten die Waffen nicht». Επιπόλαιη ήταν η ανάγνωση της Γκάρμαν, η οποία μετέφρασε: «If we had the word, […] if we had language, we would not need the weapons». Το γελοίο του πράγματος είναι ότι ακόμα και ο αυτόματος μεταφραστής του Google μεταφράζει σωστά στα αγγλικά αυτή τη φράση της Μπάχμαν και αυτό κατά τη γνώμη μου συμβαίνει, γιατί η σύνταξη σε αυτή τη φράση είναι μια τυπικά γερμανική σύνταξη, που δεν επιδέχεται παρερμηνεία, αν διαβαστεί προσεκτικά ή τέλος πάντων όπως αρμόζει να διαβάζονται τα λόγια μιας ποιήτριας του μεγέθους της Μπάχμαν και όχι όπως έχει συνηθίσει να διαβάζει κανείς τους προχειρογραμμένους στίχους κατά φαντασίαν και ατάλαντων ποιητών και ποιητριών που πληρώνουν για την έκδοση των ποιημάτων τους εκδοτικούς οίκους που έχουν στήσει ωραίες και επικερδείς φάμπρικες. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, του αυτόματου μεταφραστή στα αγγλικά είναι: «Ιf we had the word, we would have the language, we would not need the weapons», ενώ στα ελληνικά: «Εάν είχαμε τη λέξη, θα είχαμε τη γλώσσα, δεν θα χρειαζόμασταν τα όπλα». Ναι, η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να είναι εκατό τοις εκατό αποτελεσματική, όσον αφορά τη διττή σημασία κάποιων λέξεων, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταφράζει σωστά, διότι έτσι είναι προγραμματισμένη, τη φράση «Am Anfang war das Wort». Μάλλον κανείς δεν μπήκε στον κόπο να αναζητήσει τη φράση της Μπάχμαν στο πρωτότυπο και φαίνεται ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτή την έκδοση μπορούν να ισχυριστούν ότι κατάλαβαν κάτι από την πρόταση «Εάν είχαμε τη λέξη, […] εάν είχαμε τη γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη όπλα». Να σημειωθεί εδώ ότι ακόμα και στη λανθασμένη αγγλική μετάφραση της Γκάρμαν ο αγγλόφωνος αναγνώστης διαβάζει «Εάν είχαμε τον λόγο, […] εάν είχαμε γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη τα όπλα», πρόταση που μπορεί να πει κανείς ότι έχει ασφαλώς ένα νόημα.

Βέβαια και για τον τίτλο μιας ολόκληρης ποιητικής συλλογής που περιλαμβάνεται στην έκδοση φαίνεται ότι η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά, αφού ο γερμανικός πρωτότυπος τίτλος της συλλογής και του ομώνυμου ποιήματος Die gestundete Zeit μεταφράστηκε Ο δανεισμένος χρόνος από τον αγγλικό μεταφρασμένο τίτλο Borrowed Time, που αναφέρεται στο πρωτότυπο κείμενο της Γκάρμαν, και όχι Ο παρατεταμένος χρόνος όπως θα έπρεπε από τα γερμανικά.

Και ας περάσουμε στη μετάφραση απάντων των ποιημάτων από την ποιήτρια Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, αρχίζοντας από το ποίημα «Ο ΔΑΝΕΙΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ», το οποίο αρχίζει ως εξής:

«Έρχονται πιο σκληρές μέρες. / Ο με ανάκληση δανεισμένος χρόνος / διαφαίνεται στον ορίζοντα. / Σύντομα θα πρέπει να δέσεις το παπούτσι / και να κυνηγήσεις πίσω τα σκυλιά στις αυλές τις [sic] στρατιωτικής πορείας» (σελ. 61).

Δεν μπορώ να φανταστώ τι καταλαβαίνει κανείς από τον στίχο «Ο με ανάκληση δανεισμένος χρόνος». Ο συγκεκριμένος στίχος στα γερμανικά είναι: «Die auf Widerruf gestundete Zeit», δηλαδή «Ο παρατεταμένος μέχρι ανακλήσεως χρόνος». Επίσης δεν ξέρω αν λέει κανείς στα ελληνικά «δένω το παπούτσι (μου)», στα γερμανικά πάντως λέγεται «den Schuh schnüren» όπως λέμε «δένω τα κορδόνια (του παπουτσιού) μου». Όσο για τις «αυλές τις στρατιωτικής πορείας», το εκ παραδρομής τυπογραφικό λάθος που διέφυγε και της επιμελήτριας-διορθώτριας είναι το λιγότερο. «Marschhöfe» γράφει η Μπάχμαν και δεν χρειάζεται παρά κοινός νους, για να καταλάβει κανείς ότι το πρώτο συνθετικό της λέξης δεν μπορεί να είναι το αρσενικό ουσιαστικό «der Marsch» αλλά το θηλυκό ουσιαστικό «die Marsch» («βαλτότοπος») και το δεύτερο συνθετικό «Hof» μάλλον δεν είναι «η αυλή» αλλά «το αγρόκτημα».

Ένα άλλο ποίημα με τον τίτλο «Entfremdung», δηλαδή «Αποξένωση», έχει μεταφραστεί «ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ» (σελ. 34), σαν να είχε δηλαδή τον τίτλο «Selbstentfremdung», χωρίς προφανώς να προκαλέσει καμία απορία σε κανέναν η ασυμφωνία με το περιεχόμενό του, στο οποίο διαβάζουμε μεταξύ άλλων: 

«Χορταίνω πριν τον χρόνο / κι έχω μια πείνα να τον γευτώ», που στο πρωτότυπο είναι: «Ich bin satt vor der Zeit / und hungre nach ihr», που θα μπορούσε να μεταφραστεί κάπως έτσι: «Έχω μπουχτίσει τον χρόνο / και τον ζητάω πεινασμένη». 

Για να κλείσει τελικά το ποίημα με τον φλύαρο, για ακατανόητους λόγους, στίχο:

«Αδυνατώ πια να δω μονοπάτι, όταν βλέπω μονοπάτι (μπροστά μου)». Ενώ ο λιτός στίχος της Μπάχμαν είναι: «Ich kann in keinem Weg mehr einen Weg sehen», κατά λέξη «Δεν μπορώ σε κανέναν δρόμο πια δρόμο να βλέπω» και θα έπρεπε να μεταφραστεί: «Σε κανέναν δρόμο πια δρόμο δεν βλέπω». Η δε παρένθεση, που εμφανίζεται και σε έναν άλλο στίχο του ποιήματος αυτού, «Ούτε καν (σε) χορταίνουν», μοιάζει να έχει ξεχαστεί από τη μεταφράστρια και κατά πάσα πιθανότητα δήλωνε μια εναλλακτική πρόταση κατά τη μεταφραστική της εργασία, να χρησιμοποιήσει ή να μη χρησιμοποιήσει τελικά αυτά που έγραψε εντός παρενθέσεως. 

Η αλήθεια είναι ότι όποιο ποίημα και να διαβάσει κανείς, θα βρει παρανοήσεις, λάθη, αστοχίες ή κακές μεταφραστικές επιλογές, γιατί η μεταφράστρια αφενός αποδεικνύεται ότι δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με το έργο της Μπάχμαν  (η μετάφραση μάλιστα πρέπει να έγινε σε χρόνο ρεκόρ) και αφετέρου φαίνεται ότι δεν έχει ιδιαίτερη άνεση στην κατανόηση της γερμανικής γλώσσας εν γένει, πόσο μάλλον της ποίησης, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για λέξεις που είτε δεν χρησιμοποιούνται συχνά είτε έχουν περισσότερες από μία σημασία. 

Έτσι διαβάζουμε για παράδειγμα τον στίχο: «ένα εύκολο σπίτι από τραπουλόχαρτα» (σελ. 156),  ο οποίος στο πρωτότυπο είναι: «ein leichtes Kartenhaus», γιατί το επίθετο «leicht» εκτός από «ελαφρύς» σημαίνει και «εύκολος». Επιπλέον, στο ίδιο ποίημα θα μεταφραστεί πάλι ως «τραπουλόχαρτο» [και όχι ως «χαρτί»] το «Blatt» του πρωτοτύπου στον στίχο: «Μείνε, για να τραβήξεις το τραπουλόχαρτο». 

Θα σταθώ λίγο στα δύο παραπάνω λάθη, για να πω ότι πέρα από τη μεταφράστρια που έκανε αυτά τα λάθη, ευθύνεται και η Μαρίλια Λυκάκη, επιμελήτρια-διορθώτρια της έκδοσης, γιατί και είναι πολύ απλό να φανταστεί κανείς ότι «ένα σπίτι από τραπουλόχαρτα» δεν μπορεί να είναι «εύκολο» αλλά και να επισημάνει ότι στα ελληνικά δεν συνηθίζουμε να λέμε «τράβηξε ένα τραπουλόχαρτο», επισήμανση που ενδεχομένως να έσωζε τρόπον τινά τη μεταφράστρια από την αστοχία της επανάληψης. Παρ’ όλ’ αυτά μια απλή επιμέλεια-διόρθωση της συγκεκριμένης μετάφρασης, δηλαδή μια επιμέλεια των ελληνικών και μια τυπογραφική διόρθωση, δεν θα έσωζε αυτή την έκδοση. 

Απόδειξη το ποίημα «ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ» (σελ. 158-159), το οποίο αποτελεί πραγματικά παράδειγμα χείριστης μετάφρασης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί άκρως ευεργετικά σε μαθήματα μετάφρασης, αφού συγκεντρώνει όλα όσα δεν πρέπει να κάνει ένας μεταφραστής. Ο τίτλος κατ’ αρχάς «An die Sonne», που δεν μπορεί παρά να θυμίζει το «An die Freude» του Φρίντριχ Σίλλερ θα έπρεπε να μεταφραστεί «Στον ήλιο» (ή ακόμα και «Ωδή στον ήλιο»). Πέραν τούτου, η μεταφράστρια σε αυτό το ποίημα, είτε από επιπόλαιη ή βιαστική ανάγνωση είτε από κακή μεταφραστική επιλογή, βάζει σε κάποιες στροφές του αυθαίρετα το ποιητικό εγώ να απευθύνεται στον ήλιο στο δεύτερο πρόσωπο ενικού, ενώ η Μπάχμαν χρησιμοποιεί πάντοτε το τρίτο πρόσωπο, όταν μιλά για τον ήλιο. Έτσι όμως προκαλείται μια ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στον αναγνώστη, αφού σε κάποιους στίχους η Μπάχμαν χρησιμοποιεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο, όταν το ποιητικό εγώ απευθύνεται σε ένα αγαπημένο του πρόσωπο. Διαβάζουμε στη δεύτερη στροφή: 

«Όμορφε ήλιε, που ανατέλλεις, το έργο σου δεν λησμόνησες / Και ολοκληρώνεις, πιο όμορφα τα καλοκαίρια, όταν μια ημέρα / Εξατμίζεται στις ακτές και χωρίς δύναμη τα ιστία σε αντικατοπτρισμό / Ταξιδεύουν πάνω από το μάτι σου, μέχρι που κουράζεσαι και το τελευταίο μειώνεις».

Και στην τέταρτη στροφή μεταφράζει η Χ. Π. Γραμματικοπούλου: 

«Όμορφο φως, που μας κρατάς ζεστούς, μας φυλάς και υπέροχα μας φροντίζεις, / Είθε να σε συναντήσω πάλι και είθε να σε ξαναδώ!» 

Σ’ αυτή την τέταρτη στροφή είναι σαφές ότι η μεταφράστρια αδυνατεί να κατανοήσει ακόμα και απλές δομές της γερμανικής γλώσσας. Το πρωτότυπο έχει ως εξής: 

«Schönes Licht, das uns warm hält, bewahrt und wunderbar sorgt, / Dass ich wieder sehe und dass ich dich wiederseh!»

Δηλαδή: 

«Ωραίο φως, που ζεστούς μας κρατά, μας φυλάει και θαυμάσια φροντίζει / Να βλέπω πάλι εγώ κι εσένα να βλέπω πάλι!»

Στο ίδιο ποίημα διαβάζουμε επίσης το ακατανόητο: «Δίχως ήλιο και η τέχνη ξαναπιάνει το πέπλο» μια κατά λέξη μετάφραση του στίχου «Ohne die Sonne nimmt auch die Kunst wieder den Schleier». Η έκφραση «den Schleier nehmen» είναι μια λόγια έκφραση που σημαίνει «γίνομαι μοναχή», δηλαδή «Δίχως τον ήλιο και η τέχνη ακόμα περιβάλλεται πάλι το μοναχικό σχήμα».

Ο στίχος «Und das Kleid, das du angetan hast. Und dein Kleid, glockig und blau!» έχει μεταφραστεί και πάλι ακατανόητα: «Και το φόρεμα, που γοήτευσες. Και το δικό σου φόρεμα, κοίλο και μπλε!», διαβάζοντας αδικαιολόγητα το «das du angetan hast» σαν να έγραφε «dem du es angetan hast» και επιλέγοντας το «κοίλο» για το επίθετο «glockig», που προέρχεται από το ουσιαστικό «Glocke» («καμπάνα»), αντί «Και το φουστάνι πού ’χεις φορέσει εσύ. Και το δικό σου το φουστάνι, σαν καμπάνα και γαλάζιο!» 

Για κάποιες λέξεις φυσικά δεν υπάρχει σωστό ή λάθος και η επιλογή εξαρτάται από το γλωσσικό αισθητήριο του καθενός. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι λάθος το «μπλε» για το γερμανικό «blau», που επαναλαμβάνεται πολλές φορές σε διάφορα ποιήματα της έκδοσης. Ωστόσο «blau» στα γερμανικά είναι επίσης και το χρώμα του ουρανού, της θάλασσας και των ματιών. Βάσει γλωσσικού αισθητηρίου επίσης θεωρώ ότι θα επιλέξει ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια αν τη λέξη «Orden» στον στίχο «Schöner als die Sterne, die berühmten Orden der Nacht» θα τη μεταφράσει «παράσημα» ή «τάγματα» αν δηλαδή η Μπάχμαν λέει: «Ομορφότερος από τα αστέρια, τα περίφημα παράσημα της νύχτας», όπως έχει μεταφράσει η Χ. Π. Γραμματικοπούλου, ή αν η Μπάχμαν αποκαλεί τα αστέρια «φημισμένα τάγματα της νύχτας». Παρενθετικά αναφέρω ότι η λέξη που έχει μεταφραστεί ως «παράσημο» στο ποίημα «ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ» (σελ. 73) στο πρωτότυπο δεν είναι «Orden» αλλά «Auszeichnung», δηλαδή «διάκριση». 

Το ποίημα «An die Sonne» κλείνει με τη συγκλονιστική στροφή: 

«Schöne Sonne, der vom Staub noch die größte Bewunderung gebührt, / Drum werde ich nicht wegen dem Mond und den Sternen und nicht, / Weil die Nacht mit Kometen prahlt und in mir einen Narren sucht, / Sondern deinetwegen und bald endlos und wie um nichts sonst / Klage führen über den unabwendbaren Verlust meiner Augen».

Η οποία έχει μεταφραστεί ως εξής, αφήνοντας απορίες και συγκεντρώνοντας παρανοήσεις, αστοχίες και εσφαλμένες επιλογές: 

«Όμορφε ήλιε, που σου αρμόζει ακόμα μεγαλύτερος θαυμασμός κι απ’ ό,τι στη σκόνη, / Για τούτο όχι για λογαριασμό του φεγγαριού και των άστρων και όχι, / Γιατί η νύχτα καυχιέται με τους κομήτες και με θεωρεί ηλίθιο, / Αλλά για σένα και σύντομα σχεδόν ατέλειωτα και όσο για τίποτε άλλο / Θα κάνω καταγγελία για την αναπόφευκτη απώλεια των ματιών μου».

Αντί, για παράδειγμα: 

«Ωραίος ήλιος, που κι απ’ τη σκόνη ακόμα ο μέγιστος ο θαυμασμός του αξίζει, / Γι’ αυτό κι εμένα όχι για τη σελήνη και τ’ αστέρια κι όχι / Γιατί η νύχτα κομπάζει με κομήτες και μέσα μου αναζητά έναν τρελό, / Αλλά για σένα και σε λίγο δίχως τελειωμό κι όπως για τίποτ’ άλλο / θα με πάρει το παράπονο για την αναπότρεπτη απώλεια των ματιών μου».

Την προχειρότητα της όλης έκδοσης αποδεικνύει περίτρανα και το ποίημα «ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΕΛΕΙΩΣΕ» (σελ. 95-96). Το πρωτότυπο ποίημα, «Das Spiel ist aus» αποτελείται από 9 στροφές αλλά η ελληνική κακή μετάφρασή του είναι πιο πληθωρική και μας προσφέρει 10. Όχι, δεν πρόκειται για κάποια δημιουργική συμπλήρωση του ποιήματος. Απλώς η 2η στροφή του μεταφρασμένου ποιήματος αποτελείται από τους 2 πρώτους στίχους και τους 2 τελευταίους στίχους της 2ης και 3ης στροφής αντίστοιχα του γερμανικού πρωτοτύπου. Στη συνέχεια ακολουθούν οι στροφές κανονικά ως 3η η 2η, ως 4η η 3η κ.ο.κ. Ως δείγμα της κακής μετάφρασης ας αναφερθεί μόνο ο πρώτος στίχος: «Αγαπημένε μου αδελφέ, πότε θα μας χτίσουμε σχεδία», ο οποίος στο πρωτότυπο είναι: «Mein lieber Bruder, wann bauen wir uns ein Floß». Ναι, στα γερμανικά χρησιμοποιείται το αυτοπαθές ρήμα «sich etwas bauen»,το οποίο όπως πολλά αυτοπαθή γερμανικά ρήματα πρέπει να μεταφραστεί χωρίς να αναφερθεί η αντωνυμία «μας», δεν λέμε στα ελληνικά «θα μας πάρουμε αυτοκίνητο». Πέραν τούτου το ρήμα «bauen» δεν σημαίνει μόνο «χτίζω», σημαίνει και «φτιάχνω». Πολύ απλά δηλαδή: «Αγαπημένε μου αδελφέ, πότε θα φτιάξουμε μια σχεδία». 

Πολλά ακόμα μπορούν να ειπωθούν γι’ αυτή την πολύ κακή έκδοση αλλά απαιτείται πολύς χρόνος και χώρος για να επισημανθούν και να αναφερθούν. Η λανθασμένη στίξη, κυρίως τα λάθος κόμματα στα ελληνικά, κόμματα που στα γερμανικά είναι απαραίτητα, ανήκουν σε αυτά τα πολλά. Η αδικαιολόγητη, κατά φαντασίαν μόνο ποιητική, μεταφορά του ρήματος στο τέλος της πρότασης, όπως στο γερμανικό πρωτότυπο, όπου το επιβάλλουν οι κανόνες της γερμανικής σύνταξης, είναι ένα άλλο. Η αδικαιολόγητη χρήση λέξεων που είθισται να θεωρούνται ποιητικές είναι επίσης ένα άλλο θέμα. Η απουσία σχολιασμού, ο οποίος κατά τη γνώμη μου επιβάλλεται σε μια έκδοση απάντων ποιημάτων μιας ξενόγλωσσης ποιήτριας, και μια ουσιαστική εισαγωγή, γραμμένη για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, είναι πάλι ένα άλλο θέμα.

Ως τελευταίο παράδειγμα κάτι πραγματικά γελοίο. Στην Εισαγωγή, στο σημείο όπου γίνεται λόγος για τη σχέση της Μπάχμαν με τον Πάουλ Τσέλαν αναφέρεται το ποίημά της «Ρητό σκοτάδι» και οι στίχοι του «Κι εγώ δεν ανήκω σ’ εσένα. / Και οι δυο μας τώρα θρηνούμε» (σελ. 13). Όσο και να αναζητήσει ο αναγνώστης αυτό το ποίημα στα περιεχόμενα της έκδοσης, δεν θα το βρει. Αν δεν είναι πολύ προσεκτικός αναγνώστης, θα πιστέψει ότι η έκδοση είναι ελλιπής. Αν είναι όμως προσεκτικός αναγνώστης, κάποια στιγμή θα διαβάσει τους στίχους: «Κι εγώ δεν σου ανήκω, δεν σ’ ακούω. / Και οι δύο οδυρόμαστε τώρα» (σελ. 56). Αν έχει καλή μνήμη, θα αναρωτηθεί: «Λες;» Θα ξαναδιαβάσει τον τίτλο του ποιήματος που διαβάζει εκείνη τη στιγμή και θα διαβάσει «ΜΕΛΑΝΑ ΝΑ ΠΩ». Δικαιολογημένα ίσως αναφωνήσει «Εύρηκα!» Το ποίημα «Dunkles zu sagen» της Μπάχμαν κακοποιήθηκε διπλά: τη μια έγινε «Ρητό σκοτάδι» από τα αγγλικά στο κείμενο της Γκάρμαν, όπου ήταν «Darkness Spoken», και την άλλη «ΜΕΛΑΝΑ ΝΑ ΠΩ» από τον ακατανόητα μεταφρασμένο στίχο «ξέρω μόνο μελανά να πω». Πάντως, στη βιβλιονέτ εύκολα βρίσκεις μια παλιά έκδοση: Ingeborg Bachmann, Να λέω λόγια σκοτεινά, μετάφραση: Ντάντη Σιδέρη-Speck, Εκδόσεις Νεφέλη, 2007.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι γι’ αυτήν την τόσο κακή έκδοση πάνω από όλους ευθύνεται ο εκδότης, ο οποίος, αφού πρώτα ανέθεσε ένα τόσο σημαντικό μεταφραστικό έργο σε μια ποιήτρια του εκδοτικού του οίκου αλλά άπειρη και δυστυχώς ανεπαρκή μεταφράστρια, πήρε στη συνέχεια στα χέρια του τα μεταφρασμένα ποιήματα, τα διάβασε και έκρινε ότι είναι κατάλληλα να εκδοθούν. Δυστυχώς η έκδοση πραγματοποιήθηκε με επιχορήγηση της μετάφρασης από το Ινστιτούτο Γκαίτε, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι επιχορηγήσεις των υπό έκδοση μεταφράσεων εγκρίνονται χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν κάποιο δείγμα μετάφρασης. 

Θα πρέπει να ομολογήσω δύο πράγματα: Πρώτον, αφορμή για τη συγγραφή αυτής της κριτικής, η οποία είναι η πρώτη που γράφω και δημοσιοποιώ, στάθηκε μια άλλη κριτική για αυτή την έκδοση απάντων των ποιημάτων της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, η οποία δημοσιεύθηκε στη bookpress.gr στις 5 Αυγούστου 2020 και την οποία υπέγραφε η πεζογράφος, ποιήτρια και μεταφράστρια Διώνη Δημητριάδου, γράφοντας μεταξύ άλλων: «Στην πρόσφατη έκδοση των ποιημάτων της, στη σημαντική για τα ποιητικά πράγματα σειρά των εκδόσεων Βακχικόν "Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο" σε προσεγμένη καλή μετάφραση από την ποιήτρια Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου [...]». Δεύτερον, η φωτογραφία που επιλέχθηκε για εξώφυλλο της έκδοσης είναι εξαιρετική.

Στην ίδια σειρά των εκδόσεων Βακχικόν εκδόθηκαν τον Νοέμβριο του 2019 Άπαντα τα ποιήματα του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε μετάφραση Χριστίνας Παναγιώτας Γραμματικοπούλου (σελ. 65-208, 243-252, 271-305) και Ιωάννας Διαμαντοπούλου (σελ. 25-64, 209-242, 253-270, 306-428), «Με την υποστήριξη της Ομοσπονδίας της Καγκελαρίας της Αυστρίας» [sic].


Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, Άπαντα τα ποιήματα
Μετάφραση: Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου
Εκδόσεις Βακχικόν, Ιούνιος 2020

«Πρέπει να μπορείς ν’ ανασαίνεις»


«Μα τι εξαιρετικός συγγραφέας που είναι! Διάβασε το βιβλίο οπωσδήποτε!» έγραφε τον Απρίλιο του 1916 ο Φραντς Κάφκα στην αγαπημένη του Φελίτσε Μπάουερ για το τελευταίο βιβλίο του Ερνστ Βάις εκείνη την εποχή, το δεύτερο κατά σειρά μυθιστόρημά του, Ο αγώνας, και αυτή η κρίση του Κάφκα αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς ότι διατυπώθηκε ακριβώς την εποχή που η φιλική σχέση των δύο συγγραφέων είχε ήδη διαρραγεί και είχαν αποφασίσει να μη βλέπονται πλέον.


Δύο μήνες αργότερα ο Ερνστ Βάις θα έγραφε στη δική του αγαπημένη, χορεύτρια και ηθοποιό, μετέπειτα και συγγραφέα, Ραχήλ Ζανζάρα ότι ζήτησε από τον Κάφκα να γράψει μία κριτική για το βιβλίο του, «αλλά εκείνος το αρνήθηκε, ο μοχθηρός Φαρισαίος». Βάσει κάποιων κρίσεών του, όπως αυτή, ο Ερνστ Βάις έχει καταγραφεί στην Ιστορία της λογοτεχνίας και ως ο μοναδικός δεδηλωμένος εχθρός του Κάφκα. Ενδεχομένως ο Βάις, και ιδιαίτερα σε ζητήματα στα οποία εμπλεκόταν προσωπικά και ο ίδιος, να αδικούσε τον Κάφκα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θεώρησε φαρισαϊσμό τη δικαιολογία που προέβαλε ο Κάφκα, ότι ήταν δηλαδή γενικότερα σε μία άσχημη κατάσταση και δεν έγραφε τίποτα εκείνη την περίοδο.

Ο ίδιος ο Κάφκα κάποια χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1920, θα έγραφε στη Μίλενα Γέσενσκα μεταξύ άλλων: «κάποιες ανθρώπινες σχέσεις (λ.χ. εκείνη με τον Βάις) τις κατέστρεψα». Έτσι, ο –ούτως ή άλλως βαθύτατα ενοχικός– Κάφκα ανέλαβε χρόνια μετά την ευθύνη για τη διάλυση της σχέσης τους.

Όσον αφορά τη στάση του Βάις για τον Κάφκα συχνά παρατίθεται, και μάλιστα αποκομμένο από τα συμφραζόμενα, και κάτι που ο Βάις έγραψε, στη Ραχήλ Ζανζάρα και πάλι, τον Ιανουάριο του 1917 με αφορμή τη δημοσίευση κάποιου κειμένου του Κάφκα στην Καθημερινή της Πράγας: «Μία δημοσίευση από την εβραϊκή Πράγα με τη σημείωση ότι ο Κάφκα, λέει, έχει πάρει το βραβείο Φοντάνε, κάτι που δεν ισχύει, αφού εκείνος έλαβε απλώς τα χρήματα από τον Στέρνχαϊμ. Ο Κάφκα, όσο περισσότερο χρόνο μένω μακριά του, μου γίνεται όλο και περισσότερο αντιπαθής με τη γλοιώδη την κακία του». Και εδώ ο Βάις ενδεχομένως να αδικεί τον παλιό φίλο του, ωστόσο, όσον αφορά τη σημείωση αυτή καθαυτήν έχει σαφέστατα δίκιο.1 Από την αντικειμενική πραγματικότητα όμως μέχρι την υποκειμενική κρίση του Βάις για τον Κάφκα υπάρχει ένα χάσμα, αφού στην πραγματικότητα ούτε ο Βάις μπορούσε τότε να ξέρει ούτε και κανείς άλλος μέχρι σήμερα γνωρίζει αν η σημείωση εκείνη έγινε καθ’ υπαγόρευση ή εν αγνοία του ίδιου του Κάφκα. Είναι όμως κατανοητή η αντίδραση του Βάις σε ανθρώπινο επίπεδο και μάλιστα στο πλαίσιο της προσωπικής αλληλογραφίας του με την αγαπημένη του; Σε ένα σημείο στον Αυτόπτη μάρτυρα, όπου ο αφηγητής μιλά για τη σύζυγό του, λέει: «Άρχισε τότε, από το πουθενά, να γελάει υστερικά. Ήταν στην κλιμακτήριο. Είχε κυκλοθυμίες, τις καταλάβαινα ως γιατρός. Ως σύζυγος όχι». Και ο Βάις ήταν γιατρός. Και ως γιατρός δεν μπορούσε να αγνοεί την αντικειμενική πραγματικότητα.

Στην αλληλογραφία του με τον συγγραφέα Λέο Πέρουτς, παρά τα καλά του λόγια και τους επαίνους του για το έργο του Πέρουτς, ο Βάις δεν παρέλειπε να εκφράζει και τις ενστάσεις του και τους ενδοιασμούς του. Το 1911, όταν ο Πέρουτς τού είχε στείλει κάποια χειρόγραφα από το μυθιστόρημά του Η τρίτη σφαίρα, μετά τα καλά λόγια και τους επαίνους ο Βάις θα προσθέσει: «Μικρές τεχνικές ελλείψεις πρόσεξα, η γλώσσα μπορεί εδώ κι εκεί να γίνει πιο ξερή, πιο λιτή και πιο απλή». Στην ίδια επιστολή θα εκφράσει την πεποίθηση ότι η Αυστριακή Επιθεώρηση δεν θα δεχθεί να δημοσιεύσει κάποια αποσπάσματα, γράφοντας: «αυτό το καθολικό περιοδικό δεν θα κάνει επ’ ουδενί τρόπω δεκτό κάτι φιλοπροτεσταντικό». Αργότερα ο Βάις θα έκανε και άλλες παρατηρήσεις και πιο συγκεκριμένες προτάσεις στον Πέρουτς μέχρι την έκδοση του μυθιστορήματος το 1915. Χαρακτηριστική είναι επίσης η επιστολή που έγραψε στον Πέρουτς τον Σεπτέμβριο του 1918 για το μυθιστόρημά του Μεταξύ εννέα και εννέα: «Το βιβλίο σας το έλαβα και το διάβασα. Στο είδος του είναι ό,τι πιο εξαιρετικό έχω διαβάσει, είμαι πεπεισμένος ότι αν ήσαστε Εγγλέζος ή Αμερικανός συγγραφέας, το έργο σας θα διαβαζόταν σε 100.000 αντίτυπα από το Λονδίνο μέχρι το Σουδάν. Αλλά και ως Γερμανός ή μάλλον ως Αυστριακός θα έχετε μεγάλη επιτυχία, διότι στην κατηγορία του είναι συναρπαστικό». Αλλάζοντας, όμως, παράγραφο θα αρχίσει να εκφράζει τις αντιρρήσεις του, μεταξύ των οποίων θα αναφέρει: «Μία μικρή τεχνική αμφιβολία μού προκαλεί το τέλος, το οποίο δεν απελευθερώνει, παρά ηχεί σνιτσλερικά παραιτημένο». Ωστόσο θα τελειώσει: «Αλλά και σε αυτή την αμφιβολία δεν ξέρω κατά πόσο με οδηγούν προσωπικά μου συναισθήματα».

Αυτό που θα πρέπει ν’ αναγνωριστεί στον Ερνστ Βάις είναι μία κατ’ αρχήν καθαρή, επιστημονική ματιά στην πραγματικότητα, την οποία αναμφίβολα χρωματίζει συναισθηματικά η εστίαση του παρατηρητή, χωρίς ωστόσο να την παραμορφώνει ή να τη διαστρεβλώνει.

Όταν ο Βάις κλήθηκε τον Μάρτιο του 1929 να απαντήσει με τη σειρά του σε μία στήλη του βερολινέζικου περιοδικού Το Ημερολόγιο υπό τον γενικό τίτλο «Βιβλία που αδικήθηκαν», θα ομολογούσε: «Δεν μπορώ να πω ότι κάποιο από τα βιβλία μου έχει “αδικηθεί” ιδιαίτερα. Αναρωτιέμαι αν έχω εν γένει κάποιον λόγο να θεωρώ τον εαυτό μου αδικημένο. Γεγονός: Έχω δημοσιεύσει εννέα μυθιστορήματα, δύο θεατρικά έργα, πολλά διηγήματα, μία ποιητική συλλογή, έναν τόμο με δοκίμια, Αυτό που δεν χάνεται, κατά την πάροδο δεκαπέντε χρόνων. Αποτέλεσμα: Στους περισσότερους αναγνώστες, ακόμη και σε εκείνους που ενδιαφέρονται για τη νεότερη γερμανική λογοτεχνία, είμαι παντελώς άγνωστος και συχνά με ρωτούν “Με τι όνομα γράφετε;” Η κριτική τώρα με παίρνει πολύ λιγότερο σοβαρά απ’ ό,τι στα πρώτα έργα μου, ούτε μία αράδα μου δεν έχει μεταφραστεί σε κάποια ξένη γλώσσα παρά τις πολλές προσπάθειες να επιτευχθεί αυτό. Τριών (για μένα) σημαντικών έργων μου, τριών μυθιστορημάτων μου, Αλυσοδεμένα ζώα, Νάχαρ, Άνθρωπος εναντίον ανθρώπου, έχει εξαντληθεί εδώ και χρόνια και το τελευταίο τους αντίτυπο. Νέα έκδοση δεν πρόκειται να γίνει. Το τελευταίο έργο μου, το μυθιστόρημα Μποέτιους φον Ορλαμύντε, το δούλευα τρία χρόνια. Παρά τη χαμηλή τιμή του, την εξαιρετικά ωραία έκδοση και την καλή διαφήμιση του εκδότη μου Ζ. Φίσερ, έχουν πουληθεί μόνο 1.200 αντίτυπα». Να σημειωθεί εδώ ότι αυτό το μυθιστόρημα του Αυστριακού Βάις, που εκείνη την εποχή ζούσε στο Βερολίνο, μόλις την προηγούμενη χρονιά είχε τιμηθεί με το αυστριακό βραβείο Άνταλμπερτ Στίφτερ και είχε επίσης αποσπάσει στο Άμστερνταμ με τη σημαία της Γερμανίας το αργυρό μετάλλιο στην κατηγορία «Επικά έργα» της 9ης Ολυμπιάδας.2 Και λίγο παρακάτω συνέχιζε ο Βάις: «Το θεωρώ μεγάλη τύχη, ιδιαίτερη εξαιρετική περίπτωση της μοίρας, το ότι έχω το ελεύθερο να εκφράζω ό,τι με συγκινεί μέσα μου, ότι μπορώ να δημιουργώ μορφές, ανθρώπους, ψυχές, μέσα στις οποίες συνεχίζει να ζει το καλύτερο κομμάτι μου. Και θα με ενοχλεί το λειψό χειροκρότημα; Το πολύ πολύ να έθετα στον εαυτό μου το ερώτημα κατά πόσο εγώ ήμουν δίκαιος με αυτή την εποχή, κατά πόσο εγώ δεν έχω αποκοπεί από τα προβλήματα που γεννήθηκαν με αυτή την εποχή και περνούν όπως περνά κι αυτή».

Ο Ερνστ Βάις γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1882 στο Μπρυνν ή Μπρνο (Brünn ή Brno, στα Γερμανικά ή Τσεχικά αντίστοιχα) της Μοραβίας υπό την Αυστροουγγρική Μοναρχία. Ήταν ο δεύτερος γιος της γερμανόφωνης, εβραϊκής οικογένειας του Γκούσταφ και της Μπέρτα Βάις, η οποία θα αποκτούσε άλλα δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ο πατέρας του, έμπορος υφασμάτων, πέθανε όταν ο Βάις ήταν 4 χρόνων. Παρά τα οικονομικά προβλήματα, τις δυσκολίες και τις αλλαγές σχολείων, ο Βάις κατάφερε ν’ αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο το 1902 και να σπουδάσει στη συνέχεια Ιατρική στην Πράγα και στη Βιέννη. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1908 στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, υπηρέτησε το δεύτερο εξάμηνο της στρατιωτικής θητείας του μέχρι τον Μάρτιο του 1909 σε στρατιωτικό νοσοκομείο στη Βιέννη. Στη συνέχεια εργάστηκε ως χειρουργός στη Βέρνη και το Βερολίνο. Στη Βέρνη ήταν βοηθός του Ελβετού χειρουργού Έμιλ Τέοντορ Κόχερ, στον οποίο απονεμήθηκε το 1909 το βραβείο Νομπέλ για το έργο του στη φυσιολογία, την παθολογία και τη χειρουργική του θυρεοειδούς αδένα. Στο Βερολίνο ήταν βοηθός του Γερμανού μυστικοσυμβούλου και χειρουργού Άουγκουστ Μπηρ.

Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1927, ο Βάις θα έγραφε για εκείνη την εποχή: «Το έτος 1911 επέστρεψα στη Βιέννη, επειδή κατά τη διάρκεια των ετών που ως βοηθός κακοπληρωνόμουν είχα ξοδέψει όλα τα χρήματά μου, πήγα εκεί στην κλινική και είπα να μάθω να κερδίζω χρήματα από την Ιατρική. Αλλά δεν το έμαθα ποτέ και η Ιατρική ποτέ δεν έγινε για μένα πηγή εσόδων. Ζούσα σε πολύ άσχημες συνθήκες, και ενώ ήμουν ενήλικος άνθρωπος ήμουν ακόμη αναγκασμένος να ζητώ τη στήριξη των συγγενών μου – τότε που είχα υπερβολικό φόρτο εργασίας, που ήμουν αναγκασμένος να περνώ δώδεκα ώρες την ημέρα στο χειρουργικό τραπέζι και στο νοσοκομείο».

Εκείνη την εποχή ο Βάις είχε γράψει και το πρώτο του μυθιστόρημα, Η γαλέρα, το οποίο κανένας από τους 23 εκδοτικούς οίκους, στους οποίους το είχε υποβάλει, δεν ενέκρινε την έκδοσή του. Το 1913, αναγκασμένος να αλλάξει κλίμα για λόγους υγείας, κατάφερε μέσω φίλων να βρει μία θέση ως γιατρός πλοίου στη μεγαλύτερη πλοιοκτήτρια εταιρεία της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας, την Αυστριακή Λόυντ, και να ταξιδέψει μέσω Πορτ Σάιντ στην Ινδία και την Ιαπωνία. Ωστόσο, λίγο πριν από την αναχώρησή του 4 εκδοτικοί οίκοι, οι μεγαλύτεροι γερμανικοί οίκοι της εποχής (Fischer, Wolff, Müller και Rüten & Loening) έκαναν δεκτή τη Γαλέρα, και ο Βάις επέλεξε τελικά τον Φίσερ στο Βερολίνο, για να βρει τυπωμένο το πρώτο του βιβλίο, αφού θα επέστρεφε από το ταξίδι του.

Την ίδια χρονιά είχε γνωρίσει τον Φραντς Κάφκα και στη συνέχεια συνδέθηκαν φιλικά σε τέτοιο βαθμό, που τον Ιούλιο του 1914 ο Βάις συνόδευσε τον Κάφκα στο ξενοδοχείο «Ασκανική Αυλή» στο Βερολίνο και ήταν παρών ως ο μοναδικός, πιθανότατα σιωπηλός, μάρτυρας υπεράσπισης του Κάφκα σ’ εκείνη την «άλλη δίκη», όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρίσει ο Κανέττι3 την περιβόητη συνάντηση του Κάφκα με τη Φελίτσε Μπάουερ, την αδελφή της, Έρνα, και τη φίλη της Μπάουερ, την Γκρέτε Μπλοχ, με την οποία αλληλογραφούσε και ο Κάφκα. Έπειτα από εκείνη τη συνάντηση, στην οποία διαλύθηκε ο αρραβώνας του Κάφκα και της Μπάουερ, ο Ερνστ Βάις με τη σύντροφό του, τη Γιοχάννα Μπλέσκε, την οποία είχε επίσης γνωρίσει την προηγούμενη χρονιά και η οποία αργότερα θα χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ραχήλ Ζανζάρα, και τον «καταδικασμένο» Φραντς Κάφκα έκαναν ολιγοήμερες διακοπές στη Βαλτική θάλασσα, στη δανέζικη λουτρόπολη Μαρίελυστ, όπου ο Βάις έλεγξε μαζί με τον Κάφκα τα τυπογραφικά του δεύτερου βιβλίου του. Ωστόσο, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου αναβλήθηκε η έκδοση του μυθιστορήματος Ο αγώνας, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε το 1916 από τον Φίσερ.

Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο Βάις υπηρέτησε ως γιατρός σε διάφορες περιοχές της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας. Παράλληλα προσπαθούσε να εκδώσει το τρίτο βιβλίο του, Αλυσοδεμένα ζώα, συζητώντας τόσο με τον Φίσερ όσο και με τον εκδοτικό οίκο του Κουρτ Βολφφ στο Μόναχο, από τον οποίο είχαν ήδη εκδοθεί Ο θερμαστής και Η μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Τον Μάρτιο του 1917, όταν ο Φίσερ τού γνωστοποίησε τους φόβους του για πιθανή λογοκρισία του μυθιστορήματος Αλυσοδεμένα ζώα, λόγω του ευυπόληπτου αξιωματικού του Αυστροουγγρικού στρατού που ξεπέφτει και γίνεται ιδιοκτήτης οίκου ανοχής, ο Βάις αντιπρότεινε ότι έχει άλλο ένα έτοιμο μυθιστόρημα, το Άνθρωπος εναντίον ανθρώπου, και ότι ένα από τα δύο θα πρέπει να κυκλοφορήσει «σε εύλογο χρονικό διάστημα». Τα Αλυσοδεμένα ζώα κυκλοφόρησαν τελικά το 1918 από τον Φίσερ, Η γαλέρα είχε ήδη εξαντληθεί, ενώ το Άνθρωπος εναντίον ανθρώπου θα κυκλοφορούσε τελικά την επόμενη χρονιά από τον εκδοτικό οίκο του Γκέοργκ Μύλλερ στο Μόναχο και ο Φίσερ θα προχωρούσε σε δεύτερη έκδοση του μυθιστορήματος Ο αγώνας, το οποίο θα κυκλοφορούσε στο εξής με τον τίτλο Φραντσίσκα.

Το τέλος του πολέμου βρίσκει τον Βάις να υπηρετεί στο Μπενεσάου ή Μπένεσοφ της Βοημίας, η Αυστροουγγρική Μοναρχία πέφτει στις 30 Οκτωβρίου 1918, τον Νοέμβριο ανακηρύσσεται η Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας και ο Ερνστ Βάις επιστρέφει στην Πράγα, όπου επίσημη γλώσσα γίνονται πλέον τα Τσεχικά, μία γλώσσα, που σε αντίθεση με τον Κάφκα, εκείνος αγνοεί. Μετά τον πόλεμο ο Βάις δεν καταφέρνει να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού για μεγάλο χρονικό διάστημα και αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές δυσκολίες. Τον Αύγουστο του 1920 ο Φραντς Κάφκα έγραφε μεταξύ άλλων στη Μίλενα Γέσενσκα: «Πρόσφατα άκουσα τη φήμη ότι ο Ερνστ Βάις είναι βαριά άρρωστος και χωρίς χρήματα και ότι στο Φράντσενσμπαντ έγινε ένας έρανος για εκείνον. Ξέρεις κάτι γι’ αυτό;»

Ο Βάις αποφασίζει να εγκαταλείψει την Πράγα το 1921. Απαντώντας την επόμενη χρονιά στην Ημερησία της Πράγας, σε μία έρευνα που έγινε σε γερμανόφωνους συγγραφείς που είχαν φύγει από την Πράγα, ο Βάις, αφού ανέφερε πόσο σημαντική ήταν γι’ αυτόν η Πράγα, μίλησε για τους «υλικούς και πνευματικούς» λόγους που τον ανάγκασαν να φύγει: «Οι υλικοί οφείλονται στο ότι για έναν Γερμανό συγγραφέα, που τα έργα του εκδίδονται στη Γερμανία και πληρώνονται σε μάρκα, γίνεται αδύνατον τα τελευταία χρόνια να ζήσει σε μία χώρα με υψηλότερο νόμισμα, ακόμη κι αν έχει πολύ ταπεινές απαιτήσεις από τη ζωή». Στους πνευματικούς λόγους θα συγκατάλεγε αφενός την άγνοια εκ μέρους του της τσεχικής γλώσσας και αφετέρου το κλείσιμο του γερμανικού Κρατικού θεάτρου, όπου το 1919 είχε παιχτεί με μεγάλη επιτυχία το θεατρικό έργο του Τάνια, με πρωταγωνίστρια τη Ραχήλ Ζανζάρα: «χωρίς τη γνώση της τσεχικής γλώσσας, που δεν είμαι τώρα πλέον ικανός να τη μάθω, στην Πράγα μέρα με την ημέρα μού φάνταζα όλο και περισσότερο ξένος, αλλοδαπός. […] Ήταν η μοναδική σκηνή που πραγματικά αγαπούσα, ήταν για μένα κάτι αναντικατάστατο. […] Δεν ήμουν μόνο εγώ που δεν μπορούσα πλέον να περνώ απ’ το παλιό κτήριο χωρίς ένα αίσθημα πικρίας. Η συναισθηματικότητα δεν είναι εν γένει κάτι που με χαρακτηρίζει. Αλλά δεν μπορούσα πλέον να ζω σε μία πόλη όπου ήταν δυνατόν να βιώνω κάτι τέτοιο. Πρέπει να μπορείς ν’ ανασαίνεις. Και δεν μπορείς να το κάνεις αυτό χωρίς καμία αίσθηση δικαίου».

Αφού έμεινε για λίγο στο Μόναχο, πήγε στο Βερολίνο, όπου συνέχισε να ζει ως συγγραφέας και μεταξύ άλλων έγραφε και για τον Κήρυκα του Χρηματιστηρίου του Βερολίνου. Ο ίδιος ομολόγησε ότι σταμάτησε να γράφει θεατρικά έργα, όταν η επιτυχημένη στην Πράγα Τάνια του και ο ίδιος γιουχαΐστηκαν πολύ άγρια στην πρεμιέρα του έργου στη Βιέννη. Το επόμενο μυθιστόρημά του, η Νάχαρ, εκδόθηκε το 1922 από τον εκδοτικό οίκο Κουρτ Βολφφ στο Μόναχο, ενώ το 1923 θα εκδιδόταν το μυθιστόρημά του Η δοκιμασία της φωτιάς από Το σιδηρουργείο (Die Schmiede), έναν πρωτοποριακό εκδοτικό οίκο στο Βερολίνο, στον οποίο την επόμενη χρονιά θα εκδιδόταν και το αφήγημά του Η υπόθεση Βουκομπράνκοβιτς, αλλά και τα βιβλία του Γιόζεφ Ροτ Hotel Savoy και Η εξέγερση, η συλλογή διηγημάτων του Φραντς Κάφκα Ένας καλλιτέχνης της πείνας και μετά τον θάνατό του και Η δίκη (1925).

Στις 18 Αυγούστου 1925, στην 75η επέτειο του θανάτου του Μπαλζάκ, εκδόθηκε στο Βερολίνο από τον εκδοτικό οίκο Προπύλαια το βιβλίο του Βάις Άνδρες τη νύχτα, Μυθιστόρημα για τον Μπαλζάκ. Στο κείμενό του «Ο Μπαλζάκ ως μυθιστορηματική φιγούρα. Συνομιλία με τον Ερνστ Βάις», το οποίο δημοσιεύτηκε στον Κήρυκα του Χρηματιστηρίου του Βερολίνου στις 7 Αυγούστου, η τελευταία ερώτηση του Μπαλζάκ προς τον Βάις είναι «Τι οφείλετε στο πρώην επάγγελμά σας;» κι εκείνος θα απαντήσει: «Την περιγραφική αγάπη για το αντικείμενο, την ικανότητα για διάγνωση, τη χαρά της απόφασης, τη δύναμη για δράση τη στιγμή που είναι απαραίτητη. Η χειρουργική είναι ένα μεγάλο σχολείο για τον καλλιτέχνη. Δεν είναι καμία επιστήμη ακριβείας, είναι η ίδια μια τέχνη, μια μαγική τέχνη».

Η δεύτερη διευρυμένη έκδοση του μυθιστορήματος Η δοκιμασία της φωτιάς θα κυκλοφορούσε το 1929, αφού είχαν προηγηθεί το βραβείο Άνταλμπερτ Στίφτερ και το αργυρό μετάλλιο για τον Μποέτιους φον Ορλαμύντε, και με την ευκαιρία της έκδοσης ο Ερνστ Βάις θα έγραφε στον Λέο Πέρουτς: «Αγαπητέ παλιέ σύντροφε Πέρουτς! Σας έστειλα το τελευταίο μου έργο, τη Δοκιμασία της φωτιάς, – όχι μυθιστόρημα με τη συνηθισμένη έννοια, – μάλλον μία εξομολόγηση και μάλιστα απαραίτητη. Από τότε είμαι καλύτερα, αλλά ένας καλός φίλος και σύντροφος συχνά θα μου έκανε πολύ καλό εδώ. Τα βιβλία μου πάνε πιο άσχημα από άσχημα – αλλά αυτό είναι το τελευταίο, το τελευταίο που με θλίβει». Η σχέση του Βάις με τη Ζανζάρα, η οποία πάντα ήταν μια προβληματική σχέση με επαναλαμβανόμενους χωρισμούς και επανασυνδέσεις, είχε διαλυθεί οριστικά, και η Ζανζάρα είχε ήδη παντρευτεί το 1927. Και η Βιέννη των νεανικών του χρόνων είχε αλλάξει πια. Την άνοιξη του 1930 θα έγραφε πάλι στον Πέρουτς: «Θα είστε τον επόμενο καιρό στη Βιέννη; Επεξεργάζομαι το σχέδιο, έπειτα από ένδεκα χρόνια να πάω πάλι για μια δυο ημέρες στη Βιέννη. Εκτός από εσάς και μερικούς μακρινούς συγγενείς δεν έχω κανέναν πια εκεί». Ωστόσο, το επόμενο μυθιστόρημά του, ο Γκέοργκ Λέταμ. Γιατρός και δολοφόνος, θα εκδοθεί το 1931 στη Βιέννη από τον εκδοτικό οίκο του Πάουλ Τσόλναϋ, στον οποίο είχαν εκδοθεί μεταξύ άλλων και βιβλία του Άρτουρ Σνίτσλερ, του Φραντς Βέρφελ και του Χάινριχ Μανν.

Τις «Σημειώσεις περί εμού του ιδίου», που δημοσιεύτηκαν στις 15 Φεβρουαρίου 1933 στο Παρίσι, στη γαλλική Επιθεώρηση της Γερμανίας και των γερμανόφωνων χωρών, όπου δημοσιευόταν επίσης και μία ανασκόπηση του έργου του, ο Βάις τις άρχιζε με την εξής διαπίστωση: «Σε μία ηλικία στην οποία οι περισσότεροι άνθρωποι μέλλει να σκέπτονται το μέλλον των δικών τους εγώ είμαι μόνος μου». Και συνέχιζε: «Από την πατρίδα μου ζω μακριά. Δεν έχω τίποτα στην ιδιοκτησία μου και δεν πασχίζω να αποκτήσω κάποια ιδιοκτησία. Έχω χρόνο να προετοιμαστώ για μία αξιοπρεπή αποχώρηση και κατά τα άλλα να αφοσιωθώ πλήρως στην εργασία μου. Αυτή η εργασία, που σχεδιάζω να φέρω εις πέρας, είναι άραγε το έργο ενός μυθιστοριογράφου, είναι φιλοσοφικές πραγματείες ή πολιτικά δοκίμια; Προσπαθώ άραγε να κατανοήσω την αλληλεπίδραση των τωρινών πολιτικών και κοινωνικών ρευμάτων, ή μήπως αντιθέτως αναζητώ έναν τόπο, όπου θα μπορέσω να εγκατασταθώ μόνιμα;»

Στο ίδιο κείμενο, γράφοντας για τις επιπτώσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου στη γενιά του, σημείωνε: «Όταν πήγαμε στον πόλεμο, ήμαστε πολύ μεγάλοι, για να πνίξουμε τις αναμνήσεις μας από εκείνον στην καταχνιά της εθνικιστικής μέθης». Αυτές τις αναμνήσεις αλλά και τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που αδιαμφισβήτητα έθλιβαν τον Βάις και οδήγησαν στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933, θα περιέγραφε λίγα χρόνια αργότερα στον Αυτόπτη μάρτυρα. Λίγο μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στο Βερολίνο, στις 27 Φεβρουαρίου του ’33, και τη φρενήρη πλέον άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού, ο Βάις έφυγε οριστικά από το Βερολίνο, για να επιστρέψει στην Πράγα, όπου έμεινε με τη μητέρα του μέχρι τον θάνατό της, τον Ιανουάριο του 1934.

Έναν μήνα μετά τον θάνατο της μητέρας του αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Στη Γαλλία δεν μπορούσε να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Έγραφε για διάφορα γερμανόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ των οποίων ήταν Το Νέο Ημερολόγιο, το οποίο εξέδιδε ο Λέοπολντ Σβάρτσσιλντ από τον Ιούλιο του 1933 στο Παρίσι, αφού είχε κλείσει Το Ημερολόγιο στο Βερολίνο, και Η συλλογή, την οποία εξέδιδε ο Κλάους Μανν από τον Σεπτέμβριο του 1933 μέχρι τον Αύγουστο του 1935 στο Άμστερνταμ στον εκδοτικό οίκο του Εμάνουελ Κβερίντο και στην οποία μεταξύ άλλων έγραφαν οι Χάινριχ και Τόμας Μανν, Ερνστ Μπλοχ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μαξ Μπροντ, Άλφρεντ Νταιμπλίν, Γιόζεφ Ροτ, Έλζε Λάσκερ-Σούλερ, Ερνστ Τόλλερ και Στέφαν Τσβάιχ. Ιδιαίτερη στήριξη στα χρόνια της εξορίας του στο Παρίσι είχε ο Βάις από τον Τόμας Μανν και τον Στέφαν Τσβάιχ. Το 1934 εκδόθηκε στην Οστράβα της Τσεχίας το μυθιστόρημά του Ο γιατρός της φυλακής ή Εκείνοι που δεν έχουν πατέρα, δύο χρόνια αργότερα εκδόθηκε στο Άμστερνταμ από τον Κβερίντο το μυθιστόρημά του Ο φτωχός σπάταλος, το οποίο ο Βάις αφιέρωνε στον Στέφαν Τσβάιχ, και το 1938 εκδόθηκε στη Ζυρίχη από τον εκδοτικό οίκο Humanitas το μυθιστόρημά του Ο διαφθορέας, το οποίο αφιέρωνε στον Τόμας Μανν.

Στο Παρίσι ο Βάις είχε πιθανότατα επαφές με τον Γερμανοαμερικανό δημοσιογράφο και πολιτικό συγγραφέα Κόνραντ Χάιντεν, ο οποίος από τον Ιανουάριο του 1935 μέχρι τον Μάιο του 1940 ήταν επίσης αυτοεξόριστος στο Παρίσι και εργαζόταν ως αρχισυντάκτης στο Νέο Ημερολόγιο. Ο Χάιντεν είχε εκδώσει ήδη από το 1932 στον Ρόβολτ στο Βερολίνο το βιβλίο Ιστορία του εθνικοσοσιαλισμού. Η καριέρα μίας ιδέας και το 1934 στον εκδοτικό οίκο Ευρώπη στη Ζυρίχη τη Γέννηση του Τρίτου Ράιχ. Η ιστορία του εθνικοσοσιαλισμού μέχρι το 1933, ενώ στο Ζάαρμπρυκεν με το ψευδώνυμο Κλάους Μπρέντοβ την μπροσούρα για τη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» με τον τίτλο Χίτλερ μαινόμενος. Η αιματηρή τραγωδία της 30ής Ιουνίου 1934. Δύο χρόνια αργότερα ο Χάιντεν εξέδωσε στη Ζυρίχη τον πρώτο τόμο της βιογραφίας του Χίτλερ, με τίτλο Αδόλφος Χίτλερ. Η εποχή της ανευθυνότητας. Μία βιογραφία και το 1937 τον δεύτερο τόμο, με τίτλο Αδόλφος Χίτλερ. Μία βιογραφία. Ένας άνδρας εναντίον της Ευρώπης.

Στις 18 Αυγούστου 1939 ο Βάις έγραφε στον γερμανόφωνο συγγραφέα της Πράγας Φραντς Καρλ Βάισκοπφ, ο οποίος τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς είχε ήδη διαφύγει στις ΗΠΑ με τη σύζυγό του, ότι το μυθιστόρημα που είχε καταθέσει στην «Αμερικανική Ένωση για την Ελευθερία του Γερμανικού Πολιτισμού» είχε λάβει καλές κριτικές και καθ’ υπόδειξη της Ένωσης είχε στείλει δύο αντίτυπα στην Επιτροπή της Ένωσης στο Λονδίνο, η οποία με τη σειρά της θα πρότεινε το χειρόγραφο σε κάποιους εκδότες, και συνέχιζε: «Το τρίτο αντίτυπο το έχει ο Κβερίντο, ο οποίος μέχρι τώρα τηρεί σιγή ιχθύος. Πρόκειται, όπως σας έχω ήδη μάλλον πει, για ένα μυθιστόρημα με γιατρούς (της Ψυχιατρικής), στο οποίο παίζει κάποιον ρόλο ο Χίτλερ· δεν είναι ο πρωταγωνιστής, αλλά κατά κάποιον τρόπο περιστρέφεται γύρω απ’ αυτόν. Δύσκολα νομίζω ένας εκδοτικός οίκος εδώ ή στην Ολλανδία θα βρει το θάρρος να βγάλει κάτι τέτοιο». Ένα από εκείνα τα δύο αντίτυπα θα έφτανε τελικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στον γερμανικό εκδοτικό οίκο Κραϊσελμάγερ στη Βαυαρία, και το μυθιστόρημα του Ερνστ Βάις Ο αυτόπτης μάρτυρας θα εκδιδόταν για πρώτη φορά 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1963.4

Τον Ιανουάριο του 1940 ο Βάις έγραφε μεταξύ άλλων στον Βάισκοπφ και στη σύζυγό του: «Πολλές σκοτεινές ημέρες χωρίς ελπίδα – κι όμως μια μικρή ελπίδα, όχι για το άναρχο και άθλιο παρόν, αλλά για το μέλλον, που θα είναι απελευθερωμένο από την αβάσταχτη τυραννία των χιτλερικών νεοβαρβάρων. Δεν έχω κανένα νέο από τους φίλους μου, κάποιοι απ’ αυτούς είναι σε στρατόπεδα … Χαίρομαι για εσάς, διότι κάνετε μία αξιοζήλευτη ζωή. […] γράφετέ μου, σπάστε αυτόν τον φαύλο κύκλο της πνευματικής απομόνωσης, μπορεί να με σώσετε… […] Στην Τσεχοσλοβακία συμβαίνουν φρικτά, αποτρόπαια πράγματα, κι έχω την οικογένειά μου εκεί…». Και στις 10 Μαρτίου θα τους έγραφε: «Η κατάστασή μου είναι και παραμένει αρκετά σοβαρή, αλλά η υγεία μου είναι λίγο καλύτερα απ’ ό,τι τον χειμώνα, που ήταν μία εποχή γεμάτη σκοτεινιά και μέγιστη ένδεια και που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Εδώ δεν έχω φίλους και είμαι πολύ ευτυχισμένος που έχω βρεις εσάς τους δυο· γράφετέ μου πού και πού. Σας ευχαριστώ για τις καλές προθέσεις σας, να φροντίσετε να γίνει δεκτό ένα από τα μυθιστορήματά μου στην Αμερική. Όμως το έχω προσπαθήσει κι ο ίδιος πολλές φορές με τη βοήθεια του Στέφαν Τσβάιχ, ιδιαίτερα στον Βίκινγκ, ο μίστερ Χυμπς γνωρίζει πολύ καλά τον Γκέοργκ Λέταμ και – πιστεύω– κι άλλα από τα μυθιστορήματά μου – αλλά ουδέποτε είχε το θάρρος να δημοσιεύσει κάποιο απ’ αυτά στην Αμερική. Προ πάντων σας συγχαίρω που θέλετε και μπορείτε να συνεχίσετε την εργασία σας – για μένα μέχρι τώρα ήταν δυστυχώς αδύνατον, τα γεγονότα με συγκλονίζουν – η θλιβερή μοίρα του πολιτισμένου κόσμου είναι μία ανεξάντλητη πηγή παθών. Πιστεύω στο μέλλον της Γαλλίας, αλλά η απελευθέρωση του κόσμου από αυτά τα απολυταρχικά τέρατα δεν θα έρθει αύριο, και οι δυνάμεις μου λιγοστεύουν –».

Τρεις μήνες έπειτα από αυτή την επιστολή, στις 14 Ιουνίου 1940 τα στρατεύματα «των χιτλερικών νεοβαρβάρων» θα εισβάλουν πανηγυρικά στο Παρίσι, και ο γιατρός και συγγραφέας Ερνστ Βάις, κλεισμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, θα πιει δηλητήριο, θα μπει στην μπανιέρα και θα κόψει τις φλέβες του. Θα πεθάνει την επόμενη ημέρα στο κοντινό νοσοκομείο. Η βαλίτσα του με το ημερολόγιό του και άλλα αδημοσίευτα κείμενά του δεν βρέθηκε ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για την ακριβή τοποθεσία της ταφής του.


Στις 22 Μαΐου 1939 ο Γερμανός συγγραφέας Ερνστ Τόλλερ, ένας από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1918/19 και της Βαυαρικής Δημοκρατίας των Συμβουλίων, είχε κρεμαστεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στη Νέα Υόρκη. Στις 21 Ιουνίου 1940 ο Γερμανός συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής Βάλτερ Χάζενκλεβερ θα πάρει Βερονάλ στο στρατόπεδο προσφύγων στην Αιξ-αν-Προβάνς, και θα πεθάνει την επόμενη ημέρα. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1940 ο Γερμανός και Εβραίος φιλόσοφος, κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας Βάλτερ Μπένγιαμιν θα αυτοκτονήσει παίρνοντας υπερβολική δόση μορφίνης στην ισπανική μεθοριακή πόλη Πορτμπού. Στις 23 Φεβρουαρίου 1942 ο Αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ και η δεύτερη σύζυγός του Λόττε θα αυτοκτονήσουν με Βερονάλ στο σπίτι τους στην Πετρόπολις της Βραζιλίας.



[Το παραπάνω κείμενο αποτελεί εισαγωγή στο: Ερνστ Βάις Ο αυτόπτης μάρτυρας, μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, Εκδόσεις Σκαρίφημα, 2017.]  

Η αποστροφή

«Αυτό όχι, αυτό, παρακαλώ, όχι!», γράφει μεταξύ άλλων ο Φραντς Κάφκα στον εκδότη του, Κουρτ Βολφ, τον Οκτώβριο του 1915, όταν υποψιάζεται ότι ο Όττομαρ Στάρκε, ο καλλιτέχνης που έχει αναλάβει να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο της Μεταμόρφωσης, μπορεί να θελήσει να σχεδιάσει «το ίδιο το έντομο» [«das Insekt selbst»], και εξηγεί: «Δεν θέλω να περιορίσω το πεδίο της δικής του δικαιοδοσίας, αλλά απλώς να παρακαλέσω λόγω της καλύτερης φυσικά εκ μέρους μου γνώσης της ιστορίας. Το ίδιο το έντομο δεν μπορούμε να το σχεδιάσουμε. Δεν μπορούμε όμως ούτε καν μακρόθεν να το δείξουμε». Μία τέτοια παράκληση δεν θα μπορούσε να μη γίνει σεβαστή.


Έτσι, «το ίδιο το έντομο», εκείνο το «ungeheueren Ungeziefer» στην πρώτη πρόταση του πλέον δημοφιλούς έργου του Κάφκα, δυο λέξεις που δηλώνουν τη μεταμόρφωση του Γκρέγκορ [και στα Ελληνικά έχουν αποδοθεί ως «πελώρια μαμούνα» (Τ. Ανεμογιάννη, 1962), «πελόριο έντομο» (Θ. Σερμπίνι, 1981), «πελώρια κατσαρίδα» (Κ. Προκοπίου, 1982 – Β. Τομανάς, 1989), «πελώριο ζωύφιο» (Δ. Δήμου, 1996), «τεράστιο έντομο» (Μ. Ζαχαριάδου, 1996) και «τεράστιο παράσιτο» (Αλ. Κυπριώτης, 2005)] δεν θα απεικονιστεί στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της νουβέλας, και θα παραμείνει ουσιαστικά για πάντα, ακόμη και για τον γερμανόφωνο αναγνώστη, ένα μυστήριο, το οποίο θα πυροδοτήσει αμέτρητες συζητήσεις και αναλύσεις. Μάλιστα ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, έχοντας ένα ακόμη πλεονέκτημα, την ιδιότητα του εντομολόγου, και μελετώντας την περιγραφή που ακολουθούσε εκείνο το «monstrous insect» («τερατώδες έντομο») της αγγλικής μετάφρασης που είχε στη διάθεσή του, απέρριψε στην περίφημη διάλεξή του για τη Μεταμόρφωση την άποψη κάποιων σχολιαστών περί «κατσαρίδας» («cockroach») και υποστήριξε, στηριζόμενος σε δικά του σκίτσα, ότι ο Γκρέγκορ μεταμορφώθηκε σε «σκαθάρι» («beetle»).

Σε πείσμα του Ναμπόκοφ και πολλών άλλων, παρ’ όλ’ αυτά, η «πελώρια μαμούνα» θα μείνει μάλλον για πάντα χαραγμένη στη συλλογική αναγνωστική συνείδηση ως «κατσαρίδα», αποτελώντας τη μία εκ των δύο, τουλάχιστον, παρανοήσεων, με τις οποίες έχει περάσει ο Φραντς Κάφκα στην Ιστορία. (Η άλλη τον εμφανίζει ως έναν ιδιότροπο συγγραφέα, που ήθελε να καεί όλο το έργο του.)

Πέρα από την παράκληση του Κάφκα, να μην απεικονιστεί «το ίδιο το έντομο» στο εξώφυλλο, δεν γνωρίζουμε τι άλλο διαμηνύθηκε μεταξύ του συγγραφέα και του σκιτσογράφου. Το σκίτσο στο εξώφυλλο, με το οποίο κυκλοφόρησε Η μεταμόρφωση τελικά, είχε ως εξής: Μία εσωτερική δίφυλλη ξύλινη πόρτα, το αριστερό φύλλο της πόρτας, αν και ανοιχτό, εμποδίζει τη θέα προς το εσωτερικό του δωματίου, το οποίο είναι σκοτεινό. Έξω από την πόρτα, με έκδηλη την κίνηση απομάκρυνσης από το δωμάτιο, μία ανδρική φιγούρα, φορώντας μια ρόμπα, δεμένη με ζώνη στη μέση, και παντόφλες, με το δεξί πόδι να προπορεύεται στον βηματισμό και το αριστερό πόδι λίγο πιο πίσω και πλαγίως με σηκωμένη ελαφρώς τη φτέρνα, σαν να αποτελεί τον άξονα στήριξης της μικρής περιστροφής που έχει προηγηθεί, τον κορμό γυρτό προς τα εμπρός, με τις παλάμες των δυο χεριών να κρύβουν το πρόσωπο, κλείνοντας ίσως τα μάτια ή κρατώντας απλώς το κεφάλι με τα μαύρα μαλλιά.

Εκ πρώτης όψεως, ασφαλώς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το πολύ ωραίο σκίτσο του Στάρκε παραπέμπει σε μία δραματική σκηνή της Μεταμόρφωσης. Ωστόσο, τη συγκεκριμένη σκηνή ο αναγνώστης δεν θα τη συναντήσει στη νουβέλα. Πρόκειται άραγε για μία επιπόλαιη ανάγνωση της νουβέλας εκ μέρους του εικονογράφου ή μήπως για κακή συνεννόηση μεταξύ συγγραφέα και εικονογράφου; Μήπως ο Κάφκα, φοβούμενος ότι οποιαδήποτε περαιτέρω διαφωνία του θα μπορούσε να οδηγήσει στο προφανές, ήταν έτοιμος να αποδεχθεί οτιδήποτε άλλο πέρα από «το ίδιο το έντομο»; Ή μήπως ο Στάρκε έγινε τελικά κοινωνός «της καλύτερης φυσικά» εκ μέρους του συγγραφέα «γνώσης της ιστορίας» και το σκίτσο του ήταν ένα κλείσιμο του ματιού, πρωτίστως στον συγγραφέα της;

Το καινούργιο της Μεταμόρφωσης, η διαχρονικά ρηξικέλευθη ουσία της, η οποία αυτομάτως την καθιστά ένα αλησμόνητο ανάγνωσμα, δεν έγκειται στην πρόδηλη και εκπεφρασμένη ήδη στην πρώτη πρόταση της νουβέλας μεταμόρφωση του Γκρέγκορ, είτε πρόκειται για μεταμόρφωση γενομένη στη σφαίρα του φανταστικού είτε για εφιαλτική κατασκευή στη σφαίρα του πραγματικού. Η μεταμόρφωση του Γκρέγκορ είναι το έναυσμα για την ουσιαστική μεταμόρφωση των μελών της οικογένειας του Γκρέγκορ, η οποία θα εξελιχθεί κωμικοτραγικά, βασανιστικά και ρεαλιστικά μέχρι το τέλος της νουβέλας. Ενώ ο Γκρέγκορ ξυπνά «μεταμορφωμένος» στην πρώτη πρόταση της νουβέλας, ο πατέρας του, η μητέρα του και η πολυαγαπημένη αδελφή του μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Ο Κάφκα αφηγείται την αποδόμηση της αγίας οικογένειας στον δυτικό πολιτισμό.

Ο στυλοβάτης του σπιτιού είναι το θύμα και τα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του οι εκμεταλλευτές του. Με τον Γκρέγκορ ανίκανο να δουλέψει, η οικογένεια νοικιάζει ένα δωμάτιο του σπιτιού και η αδελφή του θα κληθεί κάποια στιγμή να παίξει βιολί, για να ψυχαγωγήσει τους κυρίους νοικάρηδες. Αλλοτριωμένη θα πει αργότερα: «Όταν είν’ αναγκασμένος κανείς να δουλεύει τόσο πολύ, όπως όλοι εμείς, δεν μπορεί να αντέξει και στο σπίτι αυτό το αιώνιο μαρτύριο. Ούτε κι εγώ μπορώ πια».

Είναι αλήθεια ότι ο Κάφκα είχε βαθιά γνώση των συνθηκών εργασίας. Το καλοκαίρι του 1909, όντας υπάλληλος στο «Ίδρυμα Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων για το Βασίλειο της Βοημίας στην Πράγα» έγραφε στον Μπροντ: «Στις τέσσερεις περιφέρειές μου εμπίπτουν – πέρα απ’ τις υπόλοιπες εργασίες μου – άνθρωποι που πέφτουνε σαν μεθυσμένοι κάτω απ’ τις σκαλωσιές, μέσα στις μηχανές, όλα τα μαδέρια παλαντζάρουνε κι ανατρέπονται, τα πρανή αναχώματα υποχωρούνε, όλες οι σκάλες γλιστράνε, ό,τι δίνεις προς τα πάνω γκρεμίζεται κάτω, ό,τι δίνεις προς τα κάτω σε παίρνει μαζί του και γκρεμίζεσαι κι εσύ. Και σε πιάνει πονοκέφαλος μ’ εκείνες τις νεαρές κοπέλες στα εργοστάσια πορσελάνης, που σωριάζονται ασταμάτητα με πύργους από πιατικά πάνω στα σκαλοπάτια». Ο Γκρέγκορ πέφτει στον βωμό της εκμετάλλευσης και του κέρδους, πέφτει αργά και βασανιστικά, αλλά καλή τη πίστει και συνοδεία οικογενειακών αναστεναγμών, οδυρμών και ιαχών. Ένα εξιλαστήριο θύμα σε εποχή κρίσης.

Το σκίτσο του Στάρκε σε εκείνο το πρώτο εξώφυλλο θα μπορούσε να απεικονίζει την αποστροφή του Γκρέγκορ για την εφιαλτική μεταμόρφωση των δικών του ανθρώπων, την οδύνη του μετά το ξύπνημα από έναν εφιάλτη, που του αποκάλυψε το δυνάμει πραγματικό πρόσωπό τους. Αλλά θα μπορούσε να απεικονίζει και τον ίδιο τον συγγραφέα, που αποστρέφει το βλέμμα του στη θέα της αιώνιας απειλής που του φανέρωσε άλλο ένα «ολοκληρωτικό άνοιγμα του σώματος και της ψυχής» του.



[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2014 στο περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, τεύχος 201-202.]

Δεν είναι κείμενο για τον Τόμας Μπέρνχαρντ αυτό...


Τα νέα παλαιά ήθη επιστρέφουν. Τρυπώνουν πολιτισμένα, στα μουλωχτά, κι ύστερα στρογγυλοκάθονται. Σιγά σιγά θα τα συνηθίσουμε, σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, και όταν αρθεί η απαγόρευση κυκλοφορίας και η επαφή μας με τη νέα κανονικότητα, που θα ’ναι ακόμα πιο κανονική απ’ ό,τι φοβόμασταν, μπορεί να μας ξενίζει, θα έχουμε μάλλον εξοικειωθεί ακόμη πιο πολύ με τους αυτόκλητους φύλακες και προστάτες μεταξύ άλλων και των χρηστών ηθών.

Την αρχή την έκανε η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, η οποία με αφορμή την απαγόρευση κυκλοφορίας και το «Μένουμε σπίτι» πρόσφερε γενναιόδωρα μέσω του youtube κάποιες από τις μαγνητοσκοπημένες θεατρικές παραστάσεις της, οι οποίες μάλιστα θα μείνουν διαθέσιμες για πάντα.

Έτσι, στην παράσταση «Ρομπ» του Ευθύμη Φιλίππου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, την οποία μπορεί να δει οποιοσδήποτε, σε κάποιες σκηνές τα γυμνά στήθη των ηθοποιών καλύπτονται με εφέ θολώματος. Τα γυμνά στήθη των γυναικών φυσικά, όχι των ανδρών.

Με την παράσταση «Κοκκινοσκουφίτσα – Το πρώτο αίμα» της Λένας Κιτσοπούλου συμβαίνει κάτι άλλο. Στις πληροφορίες της συγκεκριμένης παράστασης υπάρχει η σημείωση «Βίντεο ακατάλληλο για ανηλίκους (κατόπιν αιτήματος του χρήστη που το ανέβασε)». Κατ’ επέκταση οποιοσδήποτε προσπαθήσει να δει τη συγκεκριμένη παράσταση χωρίς να έχει προηγουμένως συνδεθεί στον λογαριασμό του στο youtube βλέπει μια μαύρη οθόνη που λέει: «Συνδεθείτε για να επιβεβαιώσετε την ηλικία σας» και από κάτω «Αυτό το βίντεο ενδέχεται να είναι ακατάλληλο για ορισμένους χρήστες». Αφού συνδεθεί ως ενήλικος κανείς θα συνειδητοποιήσει ότι η επιβεβαίωση ηλικίας επιβλήθηκε λόγω της γλώσσας του έργου και θα δει πάλι το εφέ θολώματος στη σκηνή αυνανισμού του κυνηγού.

Εντάξει το γυμνό είναι γυμνό, πώς να το κάνουμε; Το κατάπιαμε αμάσητο αυτό. Και στο κάτω κάτω το Ίδρυμα Ωνάση παρέδωσε, όπως είδαμε, στον πρωθυπουργό, «στην ελληνική κυβέρνηση, στον ελληνικό λαό, στο εθνικό σύστημα υγείας δεκατριάμισι εκατομμύρια μάσκες μ’ ένα συνολικό κόστος 7,750 εκατομμύρια ευρώ», όπως ακούσαμε αυτολεξεί στο σχετικό βίντεο.

Υπάρχουν όμως και βασιλικότεροι του βασιλέως. Αν και μικρότερου μπάτζετ και βεληνεκούς, πάντοτε βέβαια από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.

Ο χάρτης, ένα μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό Λόγου και Τέχνης, με την ίδια αφορμή, την απαγόρευση κυκλοφορίας και το «Μένουμε σπίτι», προσκαλεί συνεργάτες και φίλους του να κάνουν ένα βίντεο διαβάζοντας ένα αγαπημένο κείμενό τους και να το μοιραστούν με το κοινό του περιοδικού στο facebook. Την επιμέλεια αυτής της πρωτοβουλίας έχει αναλάβει εκ μέρους του περιοδικού ο Αχιλλέας Κυριακίδης, γνωστός και βραβευμένος συγγραφέας, μεταφραστής και κινηματογραφιστής.

Τυχαία, επειδή ούτε συνεργάτης ούτε φίλος του συγκεκριμένου περιοδικού είμαι, έχω δει κάποια βίντεο που έχουν ανεβάσει κάποιοι «φίλοι» μου στο facebook, συνεργάτες ή φίλοι του περιοδικού.

Έτσι είδα και το βίντεο που έκανε η συγγραφέας και θεατρολόγος Μιράντα Βατικιώτη, η οποία επέλεξε να διαβάσει το κείμενο «Μια επιστολή για εντελώς προσωπική χρήση» του Τάσου Λειβαδίτη. Η έκπληξη που με περίμενε αυτή τη φορά ήταν χειρότερη από το εφέ θολώματος στις παραστάσεις της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Γιατί στο κλείσιμο της προτελευταίας πρότασης του κειμένου έχει προστεθεί ένας ενοχλητικός λογοκριτικός ήχος που σκεπάζει τη φωνή της συγγραφέως-αναγνώστριας. Έτσι απλά. Με ένα λογοκριτικό μπιπ, σαν κι αυτά στα οποία μας έχουν συνηθίσει τα ιδιωτικά κανάλια τηλεόρασης στα φτηνά σίριαλ. Ένα λογοκριτικό μπιπ και το «άντε γαμηθείτε, ρε πούστηδες!» του Τάσου Λειβαδίτη δεν ακούγεται. Και δεν ακούγεται γιατί μέσα στη σοφία του κάποιος άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών αποφάσισε μόνος του ή έπειτα από σύσκεψη με άλλους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών ότι ως φορέας πολιτισμού έχει το δικαίωμα να ανεβάζει στο facebook ό,τι γουστάρει λογοκριμένο. Κι ας είναι Τάσος Λειβαδίτης. Έτσι απλά, χωρίς ιστορική μνήμη αλλά με έντονη κοινωνική ευαισθησία. 

Και μάλιστα το βίντεο με αυτόν τον λογοκριμένο πια Τάσο Λειβαδίτη πήρε φυσικά κάποια «Μου αρέσει» και «Τέλειο» και στη σελίδα του περιοδικού και στο προφίλ του επιμελητή και στο προφίλ της συγγραφέως-αναγνώστριας και όπου αλλού κοινοποιήθηκε. Χωρίς να ενοχληθεί κανένας από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.

Βέβαια, όσον αφορά τη λογοκρισία δεν ξεχνώ δυο πράγματα που έχω μάθει από δύο φίλους Ιρανούς, που ξέρουν πολύ καλά τι θα πει λογοκρισία. Ο ένας μού είχε πει ότι όσο πιο καινούργιος είναι στην υπηρεσία της λογοκρισίας ο υπάλληλος, τόσο πιο άκαμπτος και αυστηρός είναι. Και ο άλλος ότι η κυβέρνηση, γιατί στη χώρα του η λογοκρισία είναι κρατική, είναι υπερήφανη για τη λογοκρισία, γιατί προφυλάσσει τον λαό απ’ τη διαφθορά.



Υ.Γ. Σε καμία περίπτωση δεν εξισώνεται το έργο, η σπουδαιότητα και ο συμβολισμός του Τάσου Λειβαδίτη με το έργο του Ευθύμη Φιλίππου, του Δημήτρη Καραντζά και της Λένας Κιτσοπούλου.

η μετάφραση για μένα...


Η μετάφραση για μένα είναι η άοπλη εξέγερση των τιμωρημένων του Θεού. Είναι εξορία. Είναι ένα συνεχές ταξίδι με πλαστά χαρτιά. Είναι το πέρασμα αφύλαχτων συνόρων. Ρίχνει φράχτες και γκρεμίζει τείχη. Είναι φυγή και γυρισμός. Είναι γνωριμία και αγκάλιασμα και ανταλλαγή δακρύων. Είναι αέρας, που μεταφέρει γύρη. Είναι γέννηση. Είναι χαρά. Είναι πόνος και είναι μνήμη. Είναι η μικρότερη αδελφή της συγγραφής, αλλά είναι αυτή που γνωρίζει στη μεγαλύτερη τον κόσμο. Είναι μια δύσκολη αλλά κακοπληρωμένη δουλειά, όπως πολλές άλλες, αλλά είναι μια δουλειά που ξέρω να την κάνω.


Übersetzung ist für mich die waffenlose Erhebung der von Gott Bestraften. Sie ist Verbannung. Sie ist ein ständiges Reisen mit gefälschten Papieren. Sie ist das Überschreiten von unbewachten Grenzen. Sie reißt Zäune und Mauern nieder. Sie ist Flucht und Rückkehr. Sie ist Kennenlernen und Umarmen und Tränenaustausch. Sie ist Wind, der Pollen verbreitet. Sie ist Geburt. Sie ist Freude. Sie ist Schmerz und sie ist Gedächtnis. Sie ist die kleinere Schwester vom Schreiben, aber sie ist die, die dem Älteren die Welt vorstellt. Sie ist eine schwere aber schlecht bezahlte Arbeit, wie viele andere, aber sie ist eine Arbeit, die ich kann.



[Γράφτηκε για το πρότζεκτ «Plainly Visible – Photographs of Translators» της φωτογράφου Anja Kapunkt τον Απρίλιο του 2020 / Im April 2020 für das Projekt »Plainly Visible - Photographs of Translators« der Fotografin Anja Kapunkt geschrieben.]

Συνειδητοποιώντας τις πραγματικές διαστάσεις της ποίησης


Τον Μοχαμμάντ Χεμματί τον γνώρισα στις αρχές Αυγούστου του 2018 στο «Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών» στο Στράλεν της Γερμανίας, όπου διαμέναμε ως υπότροφοι μεταφραστές γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Σε μια συζήτηση με έναν επίσης Ιρανό συνάδελφο αναφέραμε ότι γράφουμε ποιήματα, και ο Χεμματί πρότεινε να μεταφράσουμε κάποια στα γερμανικά και να κάνουμε μια ανάγνωση μεταξύ μας. Πράγματι, λίγες ημέρες μετά κάναμε την ανάγνωση, που ουσιαστικά περιορίστηκε σε ποιήματα του Χεμματί και δικά μου, γιατί ο τρίτος συνάδελφος είχε μεταφράσει μόνο ένα δίστιχο ποίημά του. 

Οι μεταφράσεις μας ήταν πρόχειρες, ούτως ή άλλως γνωρίζαμε ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφράσεις λογοτεχνία, πόσο μάλλον ποίηση, σε άλλη γλώσσα από τη μητρική σου, ωστόσο η ανάγνωσή μας ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, παρότι συνεχώς προσκρούαμε στα όρια της τρίτης ενδιάμεσης γλώσσας, με την οποία δουλεύαμε και επικοινωνούσαμε καθημερινά και οι τρεις μας.

Από εκείνη την πρώτη ανάγνωση ένιωσα ότι είχα να κάνω με έναν σύγχρονο, μοντέρνο, αλλά και γνήσια λαϊκό ποιητή, που κουβαλούσε μια ανεκτίμητη ποιητική παράδοση και μια μεγάλη αγάπη για τον πολύπαθο ιρανικό λαό. Λόγω επαγγέλματος και λόγω της φυσικής παρουσίας και ανάγνωσης του ίδιου του ποιητή, που μετά τη γερμανική μετάφραση διάβαζε κάθε ποίημα και στην περσική γλώσσα, την οποία παντελώς αγνοούσα, οι μεταφραστικές αστοχίες, οι κακοτεχνίες τρόπον τινά στη γέφυρα που προσπαθούσαμε να στήσουμε, δεν αποτελούσαν εμπόδιο στη μετάδοση του νοήματος και του αισθήματος κάθε ποιήματος, αλλά αίρονταν μ’ έναν μαγικό τρόπο, ενώ το μυαλό μου αναζητούσε αυτόματα τις ελληνικές λέξεις.

Την επόμενη ημέρα εκείνης της ανάγνωσης ακολούθησαν κάποια μηνύματα, τα οποία αφορούσαν τη γερμανική μετάφραση μιας λέξης στους πρώτους έξι στίχους ενός ποιήματος του Χεμματί. Η βάση του μεταφραστικού προβλήματος ήταν η απουσία γραμματικού γένους στα περσικά ουσιαστικά. Οι πρώτοι έξι στίχοι του ποιήματος του Χεμματί, που αργότερα θα έπαιρνε τον ελληνικό τίτλο «Μικρές σκοτούρες» είχαν ως εξής:


Μια ολόκληρη ζωή
σαν ντροπή
πίσω απ’ τους μεγαλύτερους τους αδελφούς σας,
την Aγάπη
και την Eλευθερία,
σας έκρυβα.

Για την ομαλή ανάγνωση του κειμένου ήταν προφανές ότι «οι μεγαλύτεροι αδελφοί» έπρεπε να μεταφραστούν ως «μεγαλύτερες αδελφές», μια μεταφραστική επιλογή, η οποία ναι μεν διευκόλυνε την ανάγνωση, αλλά διαφοροποιούσε τρόπον τινά το κοινωνικό υπόβαθρο του ποιήματος, το οποίο είχε να κάνει με τον ρόλο των μεγαλύτερων αδελφών αρσενικού γένους στην ιρανική κοινωνία. Λίγους μήνες αργότερα θα μάθαινα ότι ο μεγαλύτερος αδελφός στο Ιράν μπορεί ακόμα και να συνοδέψει τον μικρότερο αδελφό του και να είναι παρών σε μία συνέντευξη του μικρότερου για μια θέση εργασίας.

Τις επόμενες ημέρες συνεχίσαμε να συζητάμε για τις εντυπώσεις μας από εκείνη την ανάγνωση, και πολύ γρήγορα συμφωνήσαμε να μεταφράσουμε αρχικά ο ένας ποιήματα του άλλου και αργότερα να προχωρήσουμε μεταφράζοντας άλλους ποιητές και ποιήτριες από την Ελλάδα και το Ιράν. Έτσι, ιδρύσαμε το «Εργαστήρι μετάφρασης σύγχρονης περσικής και ελληνικής ποίησης εν προόδω», που κάποιους μήνες αργότερα θα αποκτούσε τη διαδικτυακή στέγη www.35hours.org.

Πρώτος στόχος μας ήταν να παρουσιάσουμε τα πρώτα δείγματα της δουλειάς μας στο «Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών» και δεύτερος να δουλέψουμε εντατικά για την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Χεμματί στα Ελληνικά και στα Περσικά από κάποιον ελληνικό εκδοτικό οίκο, αφού ο ίδιος, πέρα από ελάχιστες δημοσιεύσεις που είχε κάνει στο διαδίκτυο, συνειδητά δεν είχε εκδώσει ποτέ κάτι στη χώρα του. Με τη μετάφραση των ποιημάτων μου στα Περσικά δεν θα ασχολούμασταν εντατικά, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση έκδοσής τους, αφού η πλειονότητά τους είτε θα κοβόταν από τη λογοκρισία είτε θα γινόταν αγνώριστη. Ωστόσο, ο Χεμματί ήταν αυτός που με παρότρυνε να εκδώσω τα ποιήματά μου, που τα είχα 3 χρόνια στο συρτάρι. Έτσι, τα έστειλα στις εκδόσεις Σκαρίφημα, έλαβα γρήγορα μια θετική απάντηση και πήραν τον δρόμο για την έκδοσή τους.

Στις 18 Σεπτεμβρίου παρουσιάσαμε τη δουλειά μας, υπό τον γενικό τίτλο «Καταργώντας τα σύνορα με λέξεις. Ποιήματα έρωτα και πολιτικής», σε συναδέλφους και φοιτητές του πανεπιστημίου του Ντίσελντορφ, διαβάζοντας 6 ποιήματα του καθενός μας στο πρωτότυπο, στην ελληνική ή περσική μετάφραση αντίστοιχα και στα Γερμανικά, την κοινή γλώσσα όλων των παρευρισκομένων.

Αφού έφυγα από το Στράλεν, συνεχίσαμε για έναν μήνα περίπου να δουλεύουμε διαδικτυακά, εγώ από την Αθήνα και εκείνος από το Στράλεν, και λίγο πριν επιστρέψει στο Ιράν, στείλαμε στο τέλος Οκτωβρίου το δείγμα των μεταφρασμένων ποιημάτων του στις εκδόσεις Σκαρίφημα, οι οποίες μας στήριξαν, και υπογράψαμε ένα συμβόλαιο έκδοσης. Για έξι μήνες σχεδόν συνεχίσαμε να δουλεύουμε διαδικτυακά, αλλά με πιο αργούς ρυθμούς, μέχρι να συναντηθούμε και πάλι στα τέλη Απριλίου του 2019 στο «Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών», έχοντας μπροστά μας τρεις μήνες (τις 90 ημέρες που δικαιούται κάθε μη Ευρωπαίος πολίτης να είναι στον χώρο Σένγκεν σε ένα διάστημα 180 ημερών), για να ολοκληρώσουμε τη σύνθεση και τη μετάφραση του βιβλίου του.

Μιλάω για σύνθεση, γιατί στην πραγματικότητα η ποιητική συλλογή «η κούνια» δεν προϋπήρχε, αλλά χτιζόταν καθημερινά, ποίημα το ποίημα. Τον τίτλο της συλλογής τον βρήκαμε στην πορεία της συνεργασίας μας και στην τελική σειρά των ποιημάτων καταλήξαμε μετά την ολοκλήρωση της μετάφρασης.

Θυμάμαι ότι το πρώτο ποίημα που είχε διαβάσει ο Χεμματί σ’ εκείνη την πρώτη ανάγνωση ήταν ένα τρίστιχο, με το οποίο άρχισε αργότερα και η μεταφραστική συνεργασία μας.

Το περιστέρι μου ήρθε
χωρίς κλαδί ελιάς στο ράμφος.
Το περιστέρι μου το καρατομώ.

Αυτή η τελική μορφή του ποιήματος απέχει πολύ από την πρώτη μετάφραση που έγινε αυτόματα στο μυαλό μου, ακούγοντάς το πρώτα στα Γερμανικά και μετά στα Περσικά. Όπως με όλα τα ποιήματα, αρχίσαμε να μιλάμε για κάθε λέξη ξεχωριστά, ώστε να αρχίσω να αποκωδικοποιώ σιγά σιγά και τη δομή της περσικής γλώσσας.

Η φωνητική μεταγραφή του περσικού πρωτοτύπου είναι η εξής:

καμπουτάραμ αμαντάστ
μπι σαχέ ζεϊτούνι μπαρ μενβόρ.
καμπουτάραμ ρα σαρ μιμποράμ.

Η λέξη «ρα» στον τρίτο στίχο μετατρέπει το «καμπουτάραμ» («το περιστέρι μου»), που επαναλαμβάνεται, από υποκείμενο σε αντικείμενο, ενώ τα ρήματα μπαίνουν στο τέλος («αμαντάστ», «μιμποράμ»). Το ουδέτερο γένος της ελληνικής λέξης «περιστέρι» επέτρεπε να χρησιμοποιηθεί ακριβώς ο ίδιος τύπος και στους δύο στίχους, όπως στο πρωτότυπο, καθιστώντας απαγορευτική την αυτολεξεί περίφραση «κόβω το κεφάλι» («σαρ μιμποράμ»), που θα απαιτούσε «του περιστεριού μου». Η αντωνυμία «το» λειτουργεί όπως το «ρα», γιατί μόνο αφού ακουστεί αυτή η αντωνυμία στον τρίτο στίχο, καταλαβαίνεις ότι «το περιστέρι μου» είναι σε αιτιατική και όχι σε ονομαστική πτώση όπως στον πρώτο στίχο. Επιπλέον, ο τονισμός του «μιμποράμ» στη λήγουσα, που κλείνει το ποίημα σαν τον υπόκωφο ήχο ενός μπαλτά, οδήγησε στην επιλογή «το περιστέρι μου το καρατομώ», απορρίπτοντας το παροξύτονο «αποκεφαλίζω», αφού οι δύο επιπλέον συλλαβές του έκαναν τον στίχο φλύαρο και τον άφηναν να χάσκει ανοιχτός.

Κάπως έτσι συνεχίσαμε ουσιαστικά τη μετάφραση όλων των ποιημάτων, μιλώντας για κάθε λέξη και κάθε στίχο ξεχωριστά, μαθαίνοντας σιγά σιγά ο ένας λέξεις του άλλου, που άρχιζαν να επαναλαμβάνονται σε κάποια ποιήματα. Έτσι, τόσο για τον Χεμματί όσο και για μένα είναι ξεκάθαρο ότι, παρά την επικοινωνία μας στα Γερμανικά, η μετάφραση των ποιημάτων του στα Ελληνικά έγινε από την περσική γλώσσα.

Κάποιες φορές του ζητούσα να επιβεβαιώσει κάποια μεταφραστική επιλογή μου, που αφορούσε είτε την επιλογή μεταξύ δύο συνωνύμων είτε τη σειρά των λέξεων, ακούγοντας απλώς την ελληνική μετάφραση, ενώ τις περισσότερες φορές, όπως είναι φυσικό, εκείνος εμπιστευόταν το δικό μου γλωσσικό αίσθημα.

Ωστόσο στους τρεις τελευταίους στίχους ενός ποιήματος, από τα σαράντα δύο ποιήματα της συλλογής, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η μετάφραση δεν είναι πιστή. Πρόκειται για το ποίημα «Συνεύρεση» που κατά λέξη θα τελείωνε ως εξής:

Είπαμε
να βρεθούμε εδώ.
Σ’ αυτό το παγκάκι,
κάτω απ’ αυτό το δέντρο
κι αυτόν τον ουρανό.
Και δεν ήρθες.
Κι έγινα εγώ η αδειανή σου θέση.
Για το παγκάκι,
για το δέντρο,
για τον ουρανό.

Η φωνητική μεταγραφή των τριών τελευταίων στίχων στο πρωτότυπο είναι:

μπαρόιε νιμκάτ
μπαρόιε ντραχτ
μπαρόιε οσμάν

Ενώ ήταν από την αρχή σαφές ότι το «μπαρόιε» ήταν η πρόθεση «για», από παρανόηση και ερμηνεύοντας τον τρόπο ανάγνωσης του Χεμματί, οδηγήθηκα σε μία μεταφραστική επιλογή, η οποία δεν ήταν πιστή αλλά άρεσε στον Χεμματί και μου ζήτησε να την κρατήσω, αφού είχαμε πλέον συνειδητοποιήσει και οι δύο ότι επρόκειτο για παρανόηση. Έτσι, το ποίημα στα Ελληνικά τελειώνει ως εξής:

Μ’ έβλεπε το παγκάκι,
μ’ έβλεπε το δέντρο,
μ’ έβλεπε ο ουρανός.

Ωστόσο, πέρα από τη σύμφωνη γνώμη του ποιητή, δεν νομίζω ότι θα κρατούσα αυτή την επιλογή αν στην πραγματικότητα δεν την προτιμούσα λόγω έκτασης από το μονοσύλλαβο «για».

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν το γεγονός ότι κατά τη συνεργασία μας κάποιες φορές ο Χεμματί συνειδητοποιούσε κάποια πράγματα για τα ποιήματά του, που προφανώς παρέμεναν στο ασυνείδητο μέχρι τότε. Ένα παράδειγμα είναι το ποίημά του «Τέσσερις εποχές», στο οποίο ο ποιητής αρχίζει με τον στίχο «πρώτη εποχή: φθινόπωρο» και λίγο πριν από το τέλος αναφέρει «τελευταία εποχή: καλοκαίρι». Λόγω του περιεχομένου του ποιήματος επέλεξα να χρησιμοποιήσω τη λέξη «θέρος» αντί για τη λέξη «καλοκαίρι» και εξήγησα στον Χεμματί την επιλογή μου αυτή. Έκπληκτος μου είπε ότι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε γιατί άρχισε με το φθινόπωρο και τέλειωσε με το καλοκαίρι, αφού ζώντας σε μία μικρή πόλη ή σ’ ένα χωριό ουσιαστικά, όπως συνηθίζει να λέει, έβλεπε πάντα το καλοκαίρι τους αγρότες να θερίζουν και να μαζεύουν τη σοδειά τους.

Όπως ανέφερα τα ποιήματα που δουλεύαμε με τον Μοχαμμάντ Χεμματί ήταν ποιήματα που είχε γράψει τα τελευταία 15 χρόνια, χωρίς μάλιστα να σκεφτεί ποτέ την πιθανή έκδοσή τους. Ήταν επομένως εντελώς φυσιολογική η αντίδρασή του να διορθώνει κάποια από τα παλιότερα ποιήματά του, αντιμετωπίζοντάς τα με μία άλλη ωριμότητα πλέον. Έτσι συνέβη κάποιες φορές να δουλεύουμε ένα ποίημα αρκετές ώρες, να το ολοκληρώνουμε και την επόμενη ή τη μεθεπόμενη ημέρα να κάνει κάποιες αλλαγές και να το ξαναπιάνουμε από την αρχή. Αυτή η κριτική στάση του απέναντι στα ίδια του τα ποιήματα που υποδήλωνε μια ιδιαίτερη αυστηρότητα συνδυαζόταν εξαιρετικά με την ταπεινή στάση που κρατούσε ως ποιητής.

Στην πραγματικότητα δεν ακολούθησα κάποια άλλη τακτική από αυτή που ακολουθώ πάντα όσον αφορά την πιστότητα και την ποιότητα της μετάφρασης. Για μένα η μετάφραση είναι καλή όταν είναι πιστή και μπορεί να είναι πιστή μόνο αν είναι καλή. Μια μετάφραση που ξενίζει τον αναγνώστη, ενώ το πρωτότυπο δεν ξενίζει, ούτε καλή είναι ούτε πιστή. Το ίδιο ισχύει και για μια φλύαρη μετάφραση ενός σφιχτού πρωτοτύπου, για μια στεγνή και ξερή μετάφραση ενός λυρικού πρωτοτύπου ή για μια γλυκερά διανθισμένη μετάφραση ενός λιτού πρωτοτύπου.

Φυσικά η μεταφραστική διαδικασία περιελάμβανε μια γνωριμία με την περσική κουλτούρα γενικότερα: τραγούδια, ταινίες, ανάγνωση ποιημάτων άλλων ποιητών, συζητήσεις για την καθημερινή ζωή στην πατρίδα του, αναφορές στο παρελθόν, στον 8ετή πόλεμο Ιράν-Ιράκ, ο οποίος συνέπεσε με τα πρώτα παιδικά χρόνια του Χεμματί, αλλά και στις τρέχουσες αμερικανικές κυρώσεις, που όσο συνεργαζόμασταν γίνονταν όλο και αυστηρότερες. Ιδιαίτερα πέρυσι, από τα τέλη Απριλίου έως τα τέλη Ιουλίου, οι μέρες άρχιζαν ως επί το πλείστον με μια άσχημη ή απειλητική είδηση για το Ιράν στις γερμανικές εφημερίδες, που τις βρίσκαμε κάθε πρωί στο τραπέζι της κουζίνας στο «Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών», ή στο διαδίκτυο. Και φυσικά, ο φόβος για μια αμερικανική επέμβαση στο Ιράν, η αγωνία του Χεμματί μήπως δεν μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα του και στην οικογένειά του.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα ποιήματά του αποκτούσαν άλλες διαστάσεις, ή, για να είμαι ακριβής, εγώ συνειδητοποιούσα τις πραγματικές διαστάσεις τους. Αν και γραμμένα σχεδόν όλα τα τελευταία 15 χρόνια, ήταν σαν να είναι γραμμένα στο τώρα.

Θυμάμαι που δουλεύαμε το ποίημά του «Στο καφέ», στο οποίο ο ερωτικός πόθος, πνιγμένος κάτω από τους κοινωνικούς περιορισμούς, ακούγεται σαν ωρολογιακή βόμβα και το οποίο τελειώνει με τους στίχους:

έλα να βγάλουμε απ’ τη μέση το τραπέζι αυτό μια ώρα αρχύτερα
και στο καφέ αυτό και στην πόλη ολόκληρη
να βάλουμε φωτιά ν’ αφανιστούν
για να δούμε τι θα γίνουμε εμείς.

Λίγο αργότερα, στις αρχές Ιουνίου, διάβαζα στο διαδίκτυο ότι μέσα σε 10 ημέρες η αστυνομία έκλεισε σχεδόν 550 καφέ και εστιατόρια στην Τεχεράνη, γιατί παρέβαιναν τις ισλαμικές αρχές.

Ένα άλλο ποίημα του Χεμματί τελειώνει με τους στίχους:

Μόνο τη γλώσσα που μιλάν’ οι σφαίρες δεν καταλαβαίνουμε
τη γλώσσα των τουφεκιών τους
που δεν διώχνουν πια τον εχθρό
το στήθος του φίλου έχουνε βάλει στόχο.

Ο ερχομός του ποιητή στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2019 για την παρουσίαση του βιβλίου του συνέπεσε με ταραχές στη χώρα του, κατά τις οποίες άνθρωποι πυροβολήθηκαν στο κεφάλι ή στην καρδιά από ελεύθερους σκοπευτές.


[Μία συντομευμένη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο bookpress στις 19 Φεβρουαρίου 2020.]