«Πρέπει να μπορείς ν’ ανασαίνεις»


«Μα τι εξαιρετικός συγγραφέας που είναι! Διάβασε το βιβλίο οπωσδήποτε!» έγραφε τον Απρίλιο του 1916 ο Φραντς Κάφκα στην αγαπημένη του Φελίτσε Μπάουερ για το τελευταίο βιβλίο του Ερνστ Βάις εκείνη την εποχή, το δεύτερο κατά σειρά μυθιστόρημά του, Ο αγώνας, και αυτή η κρίση του Κάφκα αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς ότι διατυπώθηκε ακριβώς την εποχή που η φιλική σχέση των δύο συγγραφέων είχε ήδη διαρραγεί και είχαν αποφασίσει να μη βλέπονται πλέον.


Δύο μήνες αργότερα ο Ερνστ Βάις θα έγραφε στη δική του αγαπημένη, χορεύτρια και ηθοποιό, μετέπειτα και συγγραφέα, Ραχήλ Ζανζάρα ότι ζήτησε από τον Κάφκα να γράψει μία κριτική για το βιβλίο του, «αλλά εκείνος το αρνήθηκε, ο μοχθηρός Φαρισαίος». Βάσει κάποιων κρίσεών του, όπως αυτή, ο Ερνστ Βάις έχει καταγραφεί στην Ιστορία της λογοτεχνίας και ως ο μοναδικός δεδηλωμένος εχθρός του Κάφκα. Ενδεχομένως ο Βάις, και ιδιαίτερα σε ζητήματα στα οποία εμπλεκόταν προσωπικά και ο ίδιος, να αδικούσε τον Κάφκα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θεώρησε φαρισαϊσμό τη δικαιολογία που προέβαλε ο Κάφκα, ότι ήταν δηλαδή γενικότερα σε μία άσχημη κατάσταση και δεν έγραφε τίποτα εκείνη την περίοδο.

Ο ίδιος ο Κάφκα κάποια χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1920, θα έγραφε στη Μίλενα Γέσενσκα μεταξύ άλλων: «κάποιες ανθρώπινες σχέσεις (λ.χ. εκείνη με τον Βάις) τις κατέστρεψα». Έτσι, ο –ούτως ή άλλως βαθύτατα ενοχικός– Κάφκα ανέλαβε χρόνια μετά την ευθύνη για τη διάλυση της σχέσης τους.

Όσον αφορά τη στάση του Βάις για τον Κάφκα συχνά παρατίθεται, και μάλιστα αποκομμένο από τα συμφραζόμενα, και κάτι που ο Βάις έγραψε, στη Ραχήλ Ζανζάρα και πάλι, τον Ιανουάριο του 1917 με αφορμή τη δημοσίευση κάποιου κειμένου του Κάφκα στην Καθημερινή της Πράγας: «Μία δημοσίευση από την εβραϊκή Πράγα με τη σημείωση ότι ο Κάφκα, λέει, έχει πάρει το βραβείο Φοντάνε, κάτι που δεν ισχύει, αφού εκείνος έλαβε απλώς τα χρήματα από τον Στέρνχαϊμ. Ο Κάφκα, όσο περισσότερο χρόνο μένω μακριά του, μου γίνεται όλο και περισσότερο αντιπαθής με τη γλοιώδη την κακία του». Και εδώ ο Βάις ενδεχομένως να αδικεί τον παλιό φίλο του, ωστόσο, όσον αφορά τη σημείωση αυτή καθαυτήν έχει σαφέστατα δίκιο.1 Από την αντικειμενική πραγματικότητα όμως μέχρι την υποκειμενική κρίση του Βάις για τον Κάφκα υπάρχει ένα χάσμα, αφού στην πραγματικότητα ούτε ο Βάις μπορούσε τότε να ξέρει ούτε και κανείς άλλος μέχρι σήμερα γνωρίζει αν η σημείωση εκείνη έγινε καθ’ υπαγόρευση ή εν αγνοία του ίδιου του Κάφκα. Είναι όμως κατανοητή η αντίδραση του Βάις σε ανθρώπινο επίπεδο και μάλιστα στο πλαίσιο της προσωπικής αλληλογραφίας του με την αγαπημένη του; Σε ένα σημείο στον Αυτόπτη μάρτυρα, όπου ο αφηγητής μιλά για τη σύζυγό του, λέει: «Άρχισε τότε, από το πουθενά, να γελάει υστερικά. Ήταν στην κλιμακτήριο. Είχε κυκλοθυμίες, τις καταλάβαινα ως γιατρός. Ως σύζυγος όχι». Και ο Βάις ήταν γιατρός. Και ως γιατρός δεν μπορούσε να αγνοεί την αντικειμενική πραγματικότητα.

Στην αλληλογραφία του με τον συγγραφέα Λέο Πέρουτς, παρά τα καλά του λόγια και τους επαίνους του για το έργο του Πέρουτς, ο Βάις δεν παρέλειπε να εκφράζει και τις ενστάσεις του και τους ενδοιασμούς του. Το 1911, όταν ο Πέρουτς τού είχε στείλει κάποια χειρόγραφα από το μυθιστόρημά του Η τρίτη σφαίρα, μετά τα καλά λόγια και τους επαίνους ο Βάις θα προσθέσει: «Μικρές τεχνικές ελλείψεις πρόσεξα, η γλώσσα μπορεί εδώ κι εκεί να γίνει πιο ξερή, πιο λιτή και πιο απλή». Στην ίδια επιστολή θα εκφράσει την πεποίθηση ότι η Αυστριακή Επιθεώρηση δεν θα δεχθεί να δημοσιεύσει κάποια αποσπάσματα, γράφοντας: «αυτό το καθολικό περιοδικό δεν θα κάνει επ’ ουδενί τρόπω δεκτό κάτι φιλοπροτεσταντικό». Αργότερα ο Βάις θα έκανε και άλλες παρατηρήσεις και πιο συγκεκριμένες προτάσεις στον Πέρουτς μέχρι την έκδοση του μυθιστορήματος το 1915. Χαρακτηριστική είναι επίσης η επιστολή που έγραψε στον Πέρουτς τον Σεπτέμβριο του 1918 για το μυθιστόρημά του Μεταξύ εννέα και εννέα: «Το βιβλίο σας το έλαβα και το διάβασα. Στο είδος του είναι ό,τι πιο εξαιρετικό έχω διαβάσει, είμαι πεπεισμένος ότι αν ήσαστε Εγγλέζος ή Αμερικανός συγγραφέας, το έργο σας θα διαβαζόταν σε 100.000 αντίτυπα από το Λονδίνο μέχρι το Σουδάν. Αλλά και ως Γερμανός ή μάλλον ως Αυστριακός θα έχετε μεγάλη επιτυχία, διότι στην κατηγορία του είναι συναρπαστικό». Αλλάζοντας, όμως, παράγραφο θα αρχίσει να εκφράζει τις αντιρρήσεις του, μεταξύ των οποίων θα αναφέρει: «Μία μικρή τεχνική αμφιβολία μού προκαλεί το τέλος, το οποίο δεν απελευθερώνει, παρά ηχεί σνιτσλερικά παραιτημένο». Ωστόσο θα τελειώσει: «Αλλά και σε αυτή την αμφιβολία δεν ξέρω κατά πόσο με οδηγούν προσωπικά μου συναισθήματα».

Αυτό που θα πρέπει ν’ αναγνωριστεί στον Ερνστ Βάις είναι μία κατ’ αρχήν καθαρή, επιστημονική ματιά στην πραγματικότητα, την οποία αναμφίβολα χρωματίζει συναισθηματικά η εστίαση του παρατηρητή, χωρίς ωστόσο να την παραμορφώνει ή να τη διαστρεβλώνει.

Όταν ο Βάις κλήθηκε τον Μάρτιο του 1929 να απαντήσει με τη σειρά του σε μία στήλη του βερολινέζικου περιοδικού Το Ημερολόγιο υπό τον γενικό τίτλο «Βιβλία που αδικήθηκαν», θα ομολογούσε: «Δεν μπορώ να πω ότι κάποιο από τα βιβλία μου έχει “αδικηθεί” ιδιαίτερα. Αναρωτιέμαι αν έχω εν γένει κάποιον λόγο να θεωρώ τον εαυτό μου αδικημένο. Γεγονός: Έχω δημοσιεύσει εννέα μυθιστορήματα, δύο θεατρικά έργα, πολλά διηγήματα, μία ποιητική συλλογή, έναν τόμο με δοκίμια, Αυτό που δεν χάνεται, κατά την πάροδο δεκαπέντε χρόνων. Αποτέλεσμα: Στους περισσότερους αναγνώστες, ακόμη και σε εκείνους που ενδιαφέρονται για τη νεότερη γερμανική λογοτεχνία, είμαι παντελώς άγνωστος και συχνά με ρωτούν “Με τι όνομα γράφετε;” Η κριτική τώρα με παίρνει πολύ λιγότερο σοβαρά απ’ ό,τι στα πρώτα έργα μου, ούτε μία αράδα μου δεν έχει μεταφραστεί σε κάποια ξένη γλώσσα παρά τις πολλές προσπάθειες να επιτευχθεί αυτό. Τριών (για μένα) σημαντικών έργων μου, τριών μυθιστορημάτων μου, Αλυσοδεμένα ζώα, Νάχαρ, Άνθρωπος εναντίον ανθρώπου, έχει εξαντληθεί εδώ και χρόνια και το τελευταίο τους αντίτυπο. Νέα έκδοση δεν πρόκειται να γίνει. Το τελευταίο έργο μου, το μυθιστόρημα Μποέτιους φον Ορλαμύντε, το δούλευα τρία χρόνια. Παρά τη χαμηλή τιμή του, την εξαιρετικά ωραία έκδοση και την καλή διαφήμιση του εκδότη μου Ζ. Φίσερ, έχουν πουληθεί μόνο 1.200 αντίτυπα». Να σημειωθεί εδώ ότι αυτό το μυθιστόρημα του Αυστριακού Βάις, που εκείνη την εποχή ζούσε στο Βερολίνο, μόλις την προηγούμενη χρονιά είχε τιμηθεί με το αυστριακό βραβείο Άνταλμπερτ Στίφτερ και είχε επίσης αποσπάσει στο Άμστερνταμ με τη σημαία της Γερμανίας το αργυρό μετάλλιο στην κατηγορία «Επικά έργα» της 9ης Ολυμπιάδας.2 Και λίγο παρακάτω συνέχιζε ο Βάις: «Το θεωρώ μεγάλη τύχη, ιδιαίτερη εξαιρετική περίπτωση της μοίρας, το ότι έχω το ελεύθερο να εκφράζω ό,τι με συγκινεί μέσα μου, ότι μπορώ να δημιουργώ μορφές, ανθρώπους, ψυχές, μέσα στις οποίες συνεχίζει να ζει το καλύτερο κομμάτι μου. Και θα με ενοχλεί το λειψό χειροκρότημα; Το πολύ πολύ να έθετα στον εαυτό μου το ερώτημα κατά πόσο εγώ ήμουν δίκαιος με αυτή την εποχή, κατά πόσο εγώ δεν έχω αποκοπεί από τα προβλήματα που γεννήθηκαν με αυτή την εποχή και περνούν όπως περνά κι αυτή».

Ο Ερνστ Βάις γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1882 στο Μπρυνν ή Μπρνο (Brünn ή Brno, στα Γερμανικά ή Τσεχικά αντίστοιχα) της Μοραβίας υπό την Αυστροουγγρική Μοναρχία. Ήταν ο δεύτερος γιος της γερμανόφωνης, εβραϊκής οικογένειας του Γκούσταφ και της Μπέρτα Βάις, η οποία θα αποκτούσε άλλα δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ο πατέρας του, έμπορος υφασμάτων, πέθανε όταν ο Βάις ήταν 4 χρόνων. Παρά τα οικονομικά προβλήματα, τις δυσκολίες και τις αλλαγές σχολείων, ο Βάις κατάφερε ν’ αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο το 1902 και να σπουδάσει στη συνέχεια Ιατρική στην Πράγα και στη Βιέννη. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1908 στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, υπηρέτησε το δεύτερο εξάμηνο της στρατιωτικής θητείας του μέχρι τον Μάρτιο του 1909 σε στρατιωτικό νοσοκομείο στη Βιέννη. Στη συνέχεια εργάστηκε ως χειρουργός στη Βέρνη και το Βερολίνο. Στη Βέρνη ήταν βοηθός του Ελβετού χειρουργού Έμιλ Τέοντορ Κόχερ, στον οποίο απονεμήθηκε το 1909 το βραβείο Νομπέλ για το έργο του στη φυσιολογία, την παθολογία και τη χειρουργική του θυρεοειδούς αδένα. Στο Βερολίνο ήταν βοηθός του Γερμανού μυστικοσυμβούλου και χειρουργού Άουγκουστ Μπηρ.

Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1927, ο Βάις θα έγραφε για εκείνη την εποχή: «Το έτος 1911 επέστρεψα στη Βιέννη, επειδή κατά τη διάρκεια των ετών που ως βοηθός κακοπληρωνόμουν είχα ξοδέψει όλα τα χρήματά μου, πήγα εκεί στην κλινική και είπα να μάθω να κερδίζω χρήματα από την Ιατρική. Αλλά δεν το έμαθα ποτέ και η Ιατρική ποτέ δεν έγινε για μένα πηγή εσόδων. Ζούσα σε πολύ άσχημες συνθήκες, και ενώ ήμουν ενήλικος άνθρωπος ήμουν ακόμη αναγκασμένος να ζητώ τη στήριξη των συγγενών μου – τότε που είχα υπερβολικό φόρτο εργασίας, που ήμουν αναγκασμένος να περνώ δώδεκα ώρες την ημέρα στο χειρουργικό τραπέζι και στο νοσοκομείο».

Εκείνη την εποχή ο Βάις είχε γράψει και το πρώτο του μυθιστόρημα, Η γαλέρα, το οποίο κανένας από τους 23 εκδοτικούς οίκους, στους οποίους το είχε υποβάλει, δεν ενέκρινε την έκδοσή του. Το 1913, αναγκασμένος να αλλάξει κλίμα για λόγους υγείας, κατάφερε μέσω φίλων να βρει μία θέση ως γιατρός πλοίου στη μεγαλύτερη πλοιοκτήτρια εταιρεία της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας, την Αυστριακή Λόυντ, και να ταξιδέψει μέσω Πορτ Σάιντ στην Ινδία και την Ιαπωνία. Ωστόσο, λίγο πριν από την αναχώρησή του 4 εκδοτικοί οίκοι, οι μεγαλύτεροι γερμανικοί οίκοι της εποχής (Fischer, Wolff, Müller και Rüten & Loening) έκαναν δεκτή τη Γαλέρα, και ο Βάις επέλεξε τελικά τον Φίσερ στο Βερολίνο, για να βρει τυπωμένο το πρώτο του βιβλίο, αφού θα επέστρεφε από το ταξίδι του.

Την ίδια χρονιά είχε γνωρίσει τον Φραντς Κάφκα και στη συνέχεια συνδέθηκαν φιλικά σε τέτοιο βαθμό, που τον Ιούλιο του 1914 ο Βάις συνόδευσε τον Κάφκα στο ξενοδοχείο «Ασκανική Αυλή» στο Βερολίνο και ήταν παρών ως ο μοναδικός, πιθανότατα σιωπηλός, μάρτυρας υπεράσπισης του Κάφκα σ’ εκείνη την «άλλη δίκη», όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρίσει ο Κανέττι3 την περιβόητη συνάντηση του Κάφκα με τη Φελίτσε Μπάουερ, την αδελφή της, Έρνα, και τη φίλη της Μπάουερ, την Γκρέτε Μπλοχ, με την οποία αλληλογραφούσε και ο Κάφκα. Έπειτα από εκείνη τη συνάντηση, στην οποία διαλύθηκε ο αρραβώνας του Κάφκα και της Μπάουερ, ο Ερνστ Βάις με τη σύντροφό του, τη Γιοχάννα Μπλέσκε, την οποία είχε επίσης γνωρίσει την προηγούμενη χρονιά και η οποία αργότερα θα χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ραχήλ Ζανζάρα, και τον «καταδικασμένο» Φραντς Κάφκα έκαναν ολιγοήμερες διακοπές στη Βαλτική θάλασσα, στη δανέζικη λουτρόπολη Μαρίελυστ, όπου ο Βάις έλεγξε μαζί με τον Κάφκα τα τυπογραφικά του δεύτερου βιβλίου του. Ωστόσο, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου αναβλήθηκε η έκδοση του μυθιστορήματος Ο αγώνας, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε το 1916 από τον Φίσερ.

Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο Βάις υπηρέτησε ως γιατρός σε διάφορες περιοχές της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας. Παράλληλα προσπαθούσε να εκδώσει το τρίτο βιβλίο του, Αλυσοδεμένα ζώα, συζητώντας τόσο με τον Φίσερ όσο και με τον εκδοτικό οίκο του Κουρτ Βολφφ στο Μόναχο, από τον οποίο είχαν ήδη εκδοθεί Ο θερμαστής και Η μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Τον Μάρτιο του 1917, όταν ο Φίσερ τού γνωστοποίησε τους φόβους του για πιθανή λογοκρισία του μυθιστορήματος Αλυσοδεμένα ζώα, λόγω του ευυπόληπτου αξιωματικού του Αυστροουγγρικού στρατού που ξεπέφτει και γίνεται ιδιοκτήτης οίκου ανοχής, ο Βάις αντιπρότεινε ότι έχει άλλο ένα έτοιμο μυθιστόρημα, το Άνθρωπος εναντίον ανθρώπου, και ότι ένα από τα δύο θα πρέπει να κυκλοφορήσει «σε εύλογο χρονικό διάστημα». Τα Αλυσοδεμένα ζώα κυκλοφόρησαν τελικά το 1918 από τον Φίσερ, Η γαλέρα είχε ήδη εξαντληθεί, ενώ το Άνθρωπος εναντίον ανθρώπου θα κυκλοφορούσε τελικά την επόμενη χρονιά από τον εκδοτικό οίκο του Γκέοργκ Μύλλερ στο Μόναχο και ο Φίσερ θα προχωρούσε σε δεύτερη έκδοση του μυθιστορήματος Ο αγώνας, το οποίο θα κυκλοφορούσε στο εξής με τον τίτλο Φραντσίσκα.

Το τέλος του πολέμου βρίσκει τον Βάις να υπηρετεί στο Μπενεσάου ή Μπένεσοφ της Βοημίας, η Αυστροουγγρική Μοναρχία πέφτει στις 30 Οκτωβρίου 1918, τον Νοέμβριο ανακηρύσσεται η Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας και ο Ερνστ Βάις επιστρέφει στην Πράγα, όπου επίσημη γλώσσα γίνονται πλέον τα Τσεχικά, μία γλώσσα, που σε αντίθεση με τον Κάφκα, εκείνος αγνοεί. Μετά τον πόλεμο ο Βάις δεν καταφέρνει να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού για μεγάλο χρονικό διάστημα και αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές δυσκολίες. Τον Αύγουστο του 1920 ο Φραντς Κάφκα έγραφε μεταξύ άλλων στη Μίλενα Γέσενσκα: «Πρόσφατα άκουσα τη φήμη ότι ο Ερνστ Βάις είναι βαριά άρρωστος και χωρίς χρήματα και ότι στο Φράντσενσμπαντ έγινε ένας έρανος για εκείνον. Ξέρεις κάτι γι’ αυτό;»

Ο Βάις αποφασίζει να εγκαταλείψει την Πράγα το 1921. Απαντώντας την επόμενη χρονιά στην Ημερησία της Πράγας, σε μία έρευνα που έγινε σε γερμανόφωνους συγγραφείς που είχαν φύγει από την Πράγα, ο Βάις, αφού ανέφερε πόσο σημαντική ήταν γι’ αυτόν η Πράγα, μίλησε για τους «υλικούς και πνευματικούς» λόγους που τον ανάγκασαν να φύγει: «Οι υλικοί οφείλονται στο ότι για έναν Γερμανό συγγραφέα, που τα έργα του εκδίδονται στη Γερμανία και πληρώνονται σε μάρκα, γίνεται αδύνατον τα τελευταία χρόνια να ζήσει σε μία χώρα με υψηλότερο νόμισμα, ακόμη κι αν έχει πολύ ταπεινές απαιτήσεις από τη ζωή». Στους πνευματικούς λόγους θα συγκατάλεγε αφενός την άγνοια εκ μέρους του της τσεχικής γλώσσας και αφετέρου το κλείσιμο του γερμανικού Κρατικού θεάτρου, όπου το 1919 είχε παιχτεί με μεγάλη επιτυχία το θεατρικό έργο του Τάνια, με πρωταγωνίστρια τη Ραχήλ Ζανζάρα: «χωρίς τη γνώση της τσεχικής γλώσσας, που δεν είμαι τώρα πλέον ικανός να τη μάθω, στην Πράγα μέρα με την ημέρα μού φάνταζα όλο και περισσότερο ξένος, αλλοδαπός. […] Ήταν η μοναδική σκηνή που πραγματικά αγαπούσα, ήταν για μένα κάτι αναντικατάστατο. […] Δεν ήμουν μόνο εγώ που δεν μπορούσα πλέον να περνώ απ’ το παλιό κτήριο χωρίς ένα αίσθημα πικρίας. Η συναισθηματικότητα δεν είναι εν γένει κάτι που με χαρακτηρίζει. Αλλά δεν μπορούσα πλέον να ζω σε μία πόλη όπου ήταν δυνατόν να βιώνω κάτι τέτοιο. Πρέπει να μπορείς ν’ ανασαίνεις. Και δεν μπορείς να το κάνεις αυτό χωρίς καμία αίσθηση δικαίου».

Αφού έμεινε για λίγο στο Μόναχο, πήγε στο Βερολίνο, όπου συνέχισε να ζει ως συγγραφέας και μεταξύ άλλων έγραφε και για τον Κήρυκα του Χρηματιστηρίου του Βερολίνου. Ο ίδιος ομολόγησε ότι σταμάτησε να γράφει θεατρικά έργα, όταν η επιτυχημένη στην Πράγα Τάνια του και ο ίδιος γιουχαΐστηκαν πολύ άγρια στην πρεμιέρα του έργου στη Βιέννη. Το επόμενο μυθιστόρημά του, η Νάχαρ, εκδόθηκε το 1922 από τον εκδοτικό οίκο Κουρτ Βολφφ στο Μόναχο, ενώ το 1923 θα εκδιδόταν το μυθιστόρημά του Η δοκιμασία της φωτιάς από Το σιδηρουργείο (Die Schmiede), έναν πρωτοποριακό εκδοτικό οίκο στο Βερολίνο, στον οποίο την επόμενη χρονιά θα εκδιδόταν και το αφήγημά του Η υπόθεση Βουκομπράνκοβιτς, αλλά και τα βιβλία του Γιόζεφ Ροτ Hotel Savoy και Η εξέγερση, η συλλογή διηγημάτων του Φραντς Κάφκα Ένας καλλιτέχνης της πείνας και μετά τον θάνατό του και Η δίκη (1925).

Στις 18 Αυγούστου 1925, στην 75η επέτειο του θανάτου του Μπαλζάκ, εκδόθηκε στο Βερολίνο από τον εκδοτικό οίκο Προπύλαια το βιβλίο του Βάις Άνδρες τη νύχτα, Μυθιστόρημα για τον Μπαλζάκ. Στο κείμενό του «Ο Μπαλζάκ ως μυθιστορηματική φιγούρα. Συνομιλία με τον Ερνστ Βάις», το οποίο δημοσιεύτηκε στον Κήρυκα του Χρηματιστηρίου του Βερολίνου στις 7 Αυγούστου, η τελευταία ερώτηση του Μπαλζάκ προς τον Βάις είναι «Τι οφείλετε στο πρώην επάγγελμά σας;» κι εκείνος θα απαντήσει: «Την περιγραφική αγάπη για το αντικείμενο, την ικανότητα για διάγνωση, τη χαρά της απόφασης, τη δύναμη για δράση τη στιγμή που είναι απαραίτητη. Η χειρουργική είναι ένα μεγάλο σχολείο για τον καλλιτέχνη. Δεν είναι καμία επιστήμη ακριβείας, είναι η ίδια μια τέχνη, μια μαγική τέχνη».

Η δεύτερη διευρυμένη έκδοση του μυθιστορήματος Η δοκιμασία της φωτιάς θα κυκλοφορούσε το 1929, αφού είχαν προηγηθεί το βραβείο Άνταλμπερτ Στίφτερ και το αργυρό μετάλλιο για τον Μποέτιους φον Ορλαμύντε, και με την ευκαιρία της έκδοσης ο Ερνστ Βάις θα έγραφε στον Λέο Πέρουτς: «Αγαπητέ παλιέ σύντροφε Πέρουτς! Σας έστειλα το τελευταίο μου έργο, τη Δοκιμασία της φωτιάς, – όχι μυθιστόρημα με τη συνηθισμένη έννοια, – μάλλον μία εξομολόγηση και μάλιστα απαραίτητη. Από τότε είμαι καλύτερα, αλλά ένας καλός φίλος και σύντροφος συχνά θα μου έκανε πολύ καλό εδώ. Τα βιβλία μου πάνε πιο άσχημα από άσχημα – αλλά αυτό είναι το τελευταίο, το τελευταίο που με θλίβει». Η σχέση του Βάις με τη Ζανζάρα, η οποία πάντα ήταν μια προβληματική σχέση με επαναλαμβανόμενους χωρισμούς και επανασυνδέσεις, είχε διαλυθεί οριστικά, και η Ζανζάρα είχε ήδη παντρευτεί το 1927. Και η Βιέννη των νεανικών του χρόνων είχε αλλάξει πια. Την άνοιξη του 1930 θα έγραφε πάλι στον Πέρουτς: «Θα είστε τον επόμενο καιρό στη Βιέννη; Επεξεργάζομαι το σχέδιο, έπειτα από ένδεκα χρόνια να πάω πάλι για μια δυο ημέρες στη Βιέννη. Εκτός από εσάς και μερικούς μακρινούς συγγενείς δεν έχω κανέναν πια εκεί». Ωστόσο, το επόμενο μυθιστόρημά του, ο Γκέοργκ Λέταμ. Γιατρός και δολοφόνος, θα εκδοθεί το 1931 στη Βιέννη από τον εκδοτικό οίκο του Πάουλ Τσόλναϋ, στον οποίο είχαν εκδοθεί μεταξύ άλλων και βιβλία του Άρτουρ Σνίτσλερ, του Φραντς Βέρφελ και του Χάινριχ Μανν.

Τις «Σημειώσεις περί εμού του ιδίου», που δημοσιεύτηκαν στις 15 Φεβρουαρίου 1933 στο Παρίσι, στη γαλλική Επιθεώρηση της Γερμανίας και των γερμανόφωνων χωρών, όπου δημοσιευόταν επίσης και μία ανασκόπηση του έργου του, ο Βάις τις άρχιζε με την εξής διαπίστωση: «Σε μία ηλικία στην οποία οι περισσότεροι άνθρωποι μέλλει να σκέπτονται το μέλλον των δικών τους εγώ είμαι μόνος μου». Και συνέχιζε: «Από την πατρίδα μου ζω μακριά. Δεν έχω τίποτα στην ιδιοκτησία μου και δεν πασχίζω να αποκτήσω κάποια ιδιοκτησία. Έχω χρόνο να προετοιμαστώ για μία αξιοπρεπή αποχώρηση και κατά τα άλλα να αφοσιωθώ πλήρως στην εργασία μου. Αυτή η εργασία, που σχεδιάζω να φέρω εις πέρας, είναι άραγε το έργο ενός μυθιστοριογράφου, είναι φιλοσοφικές πραγματείες ή πολιτικά δοκίμια; Προσπαθώ άραγε να κατανοήσω την αλληλεπίδραση των τωρινών πολιτικών και κοινωνικών ρευμάτων, ή μήπως αντιθέτως αναζητώ έναν τόπο, όπου θα μπορέσω να εγκατασταθώ μόνιμα;»

Στο ίδιο κείμενο, γράφοντας για τις επιπτώσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου στη γενιά του, σημείωνε: «Όταν πήγαμε στον πόλεμο, ήμαστε πολύ μεγάλοι, για να πνίξουμε τις αναμνήσεις μας από εκείνον στην καταχνιά της εθνικιστικής μέθης». Αυτές τις αναμνήσεις αλλά και τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που αδιαμφισβήτητα έθλιβαν τον Βάις και οδήγησαν στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933, θα περιέγραφε λίγα χρόνια αργότερα στον Αυτόπτη μάρτυρα. Λίγο μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στο Βερολίνο, στις 27 Φεβρουαρίου του ’33, και τη φρενήρη πλέον άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού, ο Βάις έφυγε οριστικά από το Βερολίνο, για να επιστρέψει στην Πράγα, όπου έμεινε με τη μητέρα του μέχρι τον θάνατό της, τον Ιανουάριο του 1934.

Έναν μήνα μετά τον θάνατο της μητέρας του αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Στη Γαλλία δεν μπορούσε να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Έγραφε για διάφορα γερμανόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ των οποίων ήταν Το Νέο Ημερολόγιο, το οποίο εξέδιδε ο Λέοπολντ Σβάρτσσιλντ από τον Ιούλιο του 1933 στο Παρίσι, αφού είχε κλείσει Το Ημερολόγιο στο Βερολίνο, και Η συλλογή, την οποία εξέδιδε ο Κλάους Μανν από τον Σεπτέμβριο του 1933 μέχρι τον Αύγουστο του 1935 στο Άμστερνταμ στον εκδοτικό οίκο του Εμάνουελ Κβερίντο και στην οποία μεταξύ άλλων έγραφαν οι Χάινριχ και Τόμας Μανν, Ερνστ Μπλοχ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μαξ Μπροντ, Άλφρεντ Νταιμπλίν, Γιόζεφ Ροτ, Έλζε Λάσκερ-Σούλερ, Ερνστ Τόλλερ και Στέφαν Τσβάιχ. Ιδιαίτερη στήριξη στα χρόνια της εξορίας του στο Παρίσι είχε ο Βάις από τον Τόμας Μανν και τον Στέφαν Τσβάιχ. Το 1934 εκδόθηκε στην Οστράβα της Τσεχίας το μυθιστόρημά του Ο γιατρός της φυλακής ή Εκείνοι που δεν έχουν πατέρα, δύο χρόνια αργότερα εκδόθηκε στο Άμστερνταμ από τον Κβερίντο το μυθιστόρημά του Ο φτωχός σπάταλος, το οποίο ο Βάις αφιέρωνε στον Στέφαν Τσβάιχ, και το 1938 εκδόθηκε στη Ζυρίχη από τον εκδοτικό οίκο Humanitas το μυθιστόρημά του Ο διαφθορέας, το οποίο αφιέρωνε στον Τόμας Μανν.

Στο Παρίσι ο Βάις είχε πιθανότατα επαφές με τον Γερμανοαμερικανό δημοσιογράφο και πολιτικό συγγραφέα Κόνραντ Χάιντεν, ο οποίος από τον Ιανουάριο του 1935 μέχρι τον Μάιο του 1940 ήταν επίσης αυτοεξόριστος στο Παρίσι και εργαζόταν ως αρχισυντάκτης στο Νέο Ημερολόγιο. Ο Χάιντεν είχε εκδώσει ήδη από το 1932 στον Ρόβολτ στο Βερολίνο το βιβλίο Ιστορία του εθνικοσοσιαλισμού. Η καριέρα μίας ιδέας και το 1934 στον εκδοτικό οίκο Ευρώπη στη Ζυρίχη τη Γέννηση του Τρίτου Ράιχ. Η ιστορία του εθνικοσοσιαλισμού μέχρι το 1933, ενώ στο Ζάαρμπρυκεν με το ψευδώνυμο Κλάους Μπρέντοβ την μπροσούρα για τη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» με τον τίτλο Χίτλερ μαινόμενος. Η αιματηρή τραγωδία της 30ής Ιουνίου 1934. Δύο χρόνια αργότερα ο Χάιντεν εξέδωσε στη Ζυρίχη τον πρώτο τόμο της βιογραφίας του Χίτλερ, με τίτλο Αδόλφος Χίτλερ. Η εποχή της ανευθυνότητας. Μία βιογραφία και το 1937 τον δεύτερο τόμο, με τίτλο Αδόλφος Χίτλερ. Μία βιογραφία. Ένας άνδρας εναντίον της Ευρώπης.

Στις 18 Αυγούστου 1939 ο Βάις έγραφε στον γερμανόφωνο συγγραφέα της Πράγας Φραντς Καρλ Βάισκοπφ, ο οποίος τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς είχε ήδη διαφύγει στις ΗΠΑ με τη σύζυγό του, ότι το μυθιστόρημα που είχε καταθέσει στην «Αμερικανική Ένωση για την Ελευθερία του Γερμανικού Πολιτισμού» είχε λάβει καλές κριτικές και καθ’ υπόδειξη της Ένωσης είχε στείλει δύο αντίτυπα στην Επιτροπή της Ένωσης στο Λονδίνο, η οποία με τη σειρά της θα πρότεινε το χειρόγραφο σε κάποιους εκδότες, και συνέχιζε: «Το τρίτο αντίτυπο το έχει ο Κβερίντο, ο οποίος μέχρι τώρα τηρεί σιγή ιχθύος. Πρόκειται, όπως σας έχω ήδη μάλλον πει, για ένα μυθιστόρημα με γιατρούς (της Ψυχιατρικής), στο οποίο παίζει κάποιον ρόλο ο Χίτλερ· δεν είναι ο πρωταγωνιστής, αλλά κατά κάποιον τρόπο περιστρέφεται γύρω απ’ αυτόν. Δύσκολα νομίζω ένας εκδοτικός οίκος εδώ ή στην Ολλανδία θα βρει το θάρρος να βγάλει κάτι τέτοιο». Ένα από εκείνα τα δύο αντίτυπα θα έφτανε τελικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στον γερμανικό εκδοτικό οίκο Κραϊσελμάγερ στη Βαυαρία, και το μυθιστόρημα του Ερνστ Βάις Ο αυτόπτης μάρτυρας θα εκδιδόταν για πρώτη φορά 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1963.4

Τον Ιανουάριο του 1940 ο Βάις έγραφε μεταξύ άλλων στον Βάισκοπφ και στη σύζυγό του: «Πολλές σκοτεινές ημέρες χωρίς ελπίδα – κι όμως μια μικρή ελπίδα, όχι για το άναρχο και άθλιο παρόν, αλλά για το μέλλον, που θα είναι απελευθερωμένο από την αβάσταχτη τυραννία των χιτλερικών νεοβαρβάρων. Δεν έχω κανένα νέο από τους φίλους μου, κάποιοι απ’ αυτούς είναι σε στρατόπεδα … Χαίρομαι για εσάς, διότι κάνετε μία αξιοζήλευτη ζωή. […] γράφετέ μου, σπάστε αυτόν τον φαύλο κύκλο της πνευματικής απομόνωσης, μπορεί να με σώσετε… […] Στην Τσεχοσλοβακία συμβαίνουν φρικτά, αποτρόπαια πράγματα, κι έχω την οικογένειά μου εκεί…». Και στις 10 Μαρτίου θα τους έγραφε: «Η κατάστασή μου είναι και παραμένει αρκετά σοβαρή, αλλά η υγεία μου είναι λίγο καλύτερα απ’ ό,τι τον χειμώνα, που ήταν μία εποχή γεμάτη σκοτεινιά και μέγιστη ένδεια και που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Εδώ δεν έχω φίλους και είμαι πολύ ευτυχισμένος που έχω βρεις εσάς τους δυο· γράφετέ μου πού και πού. Σας ευχαριστώ για τις καλές προθέσεις σας, να φροντίσετε να γίνει δεκτό ένα από τα μυθιστορήματά μου στην Αμερική. Όμως το έχω προσπαθήσει κι ο ίδιος πολλές φορές με τη βοήθεια του Στέφαν Τσβάιχ, ιδιαίτερα στον Βίκινγκ, ο μίστερ Χυμπς γνωρίζει πολύ καλά τον Γκέοργκ Λέταμ και – πιστεύω– κι άλλα από τα μυθιστορήματά μου – αλλά ουδέποτε είχε το θάρρος να δημοσιεύσει κάποιο απ’ αυτά στην Αμερική. Προ πάντων σας συγχαίρω που θέλετε και μπορείτε να συνεχίσετε την εργασία σας – για μένα μέχρι τώρα ήταν δυστυχώς αδύνατον, τα γεγονότα με συγκλονίζουν – η θλιβερή μοίρα του πολιτισμένου κόσμου είναι μία ανεξάντλητη πηγή παθών. Πιστεύω στο μέλλον της Γαλλίας, αλλά η απελευθέρωση του κόσμου από αυτά τα απολυταρχικά τέρατα δεν θα έρθει αύριο, και οι δυνάμεις μου λιγοστεύουν –».

Τρεις μήνες έπειτα από αυτή την επιστολή, στις 14 Ιουνίου 1940 τα στρατεύματα «των χιτλερικών νεοβαρβάρων» θα εισβάλουν πανηγυρικά στο Παρίσι, και ο γιατρός και συγγραφέας Ερνστ Βάις, κλεισμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, θα πιει δηλητήριο, θα μπει στην μπανιέρα και θα κόψει τις φλέβες του. Θα πεθάνει την επόμενη ημέρα στο κοντινό νοσοκομείο. Η βαλίτσα του με το ημερολόγιό του και άλλα αδημοσίευτα κείμενά του δεν βρέθηκε ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για την ακριβή τοποθεσία της ταφής του.


Στις 22 Μαΐου 1939 ο Γερμανός συγγραφέας Ερνστ Τόλλερ, ένας από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1918/19 και της Βαυαρικής Δημοκρατίας των Συμβουλίων, είχε κρεμαστεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στη Νέα Υόρκη. Στις 21 Ιουνίου 1940 ο Γερμανός συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής Βάλτερ Χάζενκλεβερ θα πάρει Βερονάλ στο στρατόπεδο προσφύγων στην Αιξ-αν-Προβάνς, και θα πεθάνει την επόμενη ημέρα. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1940 ο Γερμανός και Εβραίος φιλόσοφος, κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας Βάλτερ Μπένγιαμιν θα αυτοκτονήσει παίρνοντας υπερβολική δόση μορφίνης στην ισπανική μεθοριακή πόλη Πορτμπού. Στις 23 Φεβρουαρίου 1942 ο Αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ και η δεύτερη σύζυγός του Λόττε θα αυτοκτονήσουν με Βερονάλ στο σπίτι τους στην Πετρόπολις της Βραζιλίας.



[Το παραπάνω κείμενο αποτελεί εισαγωγή στο: Ερνστ Βάις Ο αυτόπτης μάρτυρας, μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, Εκδόσεις Σκαρίφημα, 2017.]  

Η αποστροφή

«Αυτό όχι, αυτό, παρακαλώ, όχι!», γράφει μεταξύ άλλων ο Φραντς Κάφκα στον εκδότη του, Κουρτ Βολφ, τον Οκτώβριο του 1915, όταν υποψιάζεται ότι ο Όττομαρ Στάρκε, ο καλλιτέχνης που έχει αναλάβει να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο της Μεταμόρφωσης, μπορεί να θελήσει να σχεδιάσει «το ίδιο το έντομο» [«das Insekt selbst»], και εξηγεί: «Δεν θέλω να περιορίσω το πεδίο της δικής του δικαιοδοσίας, αλλά απλώς να παρακαλέσω λόγω της καλύτερης φυσικά εκ μέρους μου γνώσης της ιστορίας. Το ίδιο το έντομο δεν μπορούμε να το σχεδιάσουμε. Δεν μπορούμε όμως ούτε καν μακρόθεν να το δείξουμε». Μία τέτοια παράκληση δεν θα μπορούσε να μη γίνει σεβαστή.


Έτσι, «το ίδιο το έντομο», εκείνο το «ungeheueren Ungeziefer» στην πρώτη πρόταση του πλέον δημοφιλούς έργου του Κάφκα, δυο λέξεις που δηλώνουν τη μεταμόρφωση του Γκρέγκορ [και στα Ελληνικά έχουν αποδοθεί ως «πελώρια μαμούνα» (Τ. Ανεμογιάννη, 1962), «πελόριο έντομο» (Θ. Σερμπίνι, 1981), «πελώρια κατσαρίδα» (Κ. Προκοπίου, 1982 – Β. Τομανάς, 1989), «πελώριο ζωύφιο» (Δ. Δήμου, 1996), «τεράστιο έντομο» (Μ. Ζαχαριάδου, 1996) και «τεράστιο παράσιτο» (Αλ. Κυπριώτης, 2005)] δεν θα απεικονιστεί στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της νουβέλας, και θα παραμείνει ουσιαστικά για πάντα, ακόμη και για τον γερμανόφωνο αναγνώστη, ένα μυστήριο, το οποίο θα πυροδοτήσει αμέτρητες συζητήσεις και αναλύσεις. Μάλιστα ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, έχοντας ένα ακόμη πλεονέκτημα, την ιδιότητα του εντομολόγου, και μελετώντας την περιγραφή που ακολουθούσε εκείνο το «monstrous insect» («τερατώδες έντομο») της αγγλικής μετάφρασης που είχε στη διάθεσή του, απέρριψε στην περίφημη διάλεξή του για τη Μεταμόρφωση την άποψη κάποιων σχολιαστών περί «κατσαρίδας» («cockroach») και υποστήριξε, στηριζόμενος σε δικά του σκίτσα, ότι ο Γκρέγκορ μεταμορφώθηκε σε «σκαθάρι» («beetle»).

Σε πείσμα του Ναμπόκοφ και πολλών άλλων, παρ’ όλ’ αυτά, η «πελώρια μαμούνα» θα μείνει μάλλον για πάντα χαραγμένη στη συλλογική αναγνωστική συνείδηση ως «κατσαρίδα», αποτελώντας τη μία εκ των δύο, τουλάχιστον, παρανοήσεων, με τις οποίες έχει περάσει ο Φραντς Κάφκα στην Ιστορία. (Η άλλη τον εμφανίζει ως έναν ιδιότροπο συγγραφέα, που ήθελε να καεί όλο το έργο του.)

Πέρα από την παράκληση του Κάφκα, να μην απεικονιστεί «το ίδιο το έντομο» στο εξώφυλλο, δεν γνωρίζουμε τι άλλο διαμηνύθηκε μεταξύ του συγγραφέα και του σκιτσογράφου. Το σκίτσο στο εξώφυλλο, με το οποίο κυκλοφόρησε Η μεταμόρφωση τελικά, είχε ως εξής: Μία εσωτερική δίφυλλη ξύλινη πόρτα, το αριστερό φύλλο της πόρτας, αν και ανοιχτό, εμποδίζει τη θέα προς το εσωτερικό του δωματίου, το οποίο είναι σκοτεινό. Έξω από την πόρτα, με έκδηλη την κίνηση απομάκρυνσης από το δωμάτιο, μία ανδρική φιγούρα, φορώντας μια ρόμπα, δεμένη με ζώνη στη μέση, και παντόφλες, με το δεξί πόδι να προπορεύεται στον βηματισμό και το αριστερό πόδι λίγο πιο πίσω και πλαγίως με σηκωμένη ελαφρώς τη φτέρνα, σαν να αποτελεί τον άξονα στήριξης της μικρής περιστροφής που έχει προηγηθεί, τον κορμό γυρτό προς τα εμπρός, με τις παλάμες των δυο χεριών να κρύβουν το πρόσωπο, κλείνοντας ίσως τα μάτια ή κρατώντας απλώς το κεφάλι με τα μαύρα μαλλιά.

Εκ πρώτης όψεως, ασφαλώς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το πολύ ωραίο σκίτσο του Στάρκε παραπέμπει σε μία δραματική σκηνή της Μεταμόρφωσης. Ωστόσο, τη συγκεκριμένη σκηνή ο αναγνώστης δεν θα τη συναντήσει στη νουβέλα. Πρόκειται άραγε για μία επιπόλαιη ανάγνωση της νουβέλας εκ μέρους του εικονογράφου ή μήπως για κακή συνεννόηση μεταξύ συγγραφέα και εικονογράφου; Μήπως ο Κάφκα, φοβούμενος ότι οποιαδήποτε περαιτέρω διαφωνία του θα μπορούσε να οδηγήσει στο προφανές, ήταν έτοιμος να αποδεχθεί οτιδήποτε άλλο πέρα από «το ίδιο το έντομο»; Ή μήπως ο Στάρκε έγινε τελικά κοινωνός «της καλύτερης φυσικά» εκ μέρους του συγγραφέα «γνώσης της ιστορίας» και το σκίτσο του ήταν ένα κλείσιμο του ματιού, πρωτίστως στον συγγραφέα της;

Το καινούργιο της Μεταμόρφωσης, η διαχρονικά ρηξικέλευθη ουσία της, η οποία αυτομάτως την καθιστά ένα αλησμόνητο ανάγνωσμα, δεν έγκειται στην πρόδηλη και εκπεφρασμένη ήδη στην πρώτη πρόταση της νουβέλας μεταμόρφωση του Γκρέγκορ, είτε πρόκειται για μεταμόρφωση γενομένη στη σφαίρα του φανταστικού είτε για εφιαλτική κατασκευή στη σφαίρα του πραγματικού. Η μεταμόρφωση του Γκρέγκορ είναι το έναυσμα για την ουσιαστική μεταμόρφωση των μελών της οικογένειας του Γκρέγκορ, η οποία θα εξελιχθεί κωμικοτραγικά, βασανιστικά και ρεαλιστικά μέχρι το τέλος της νουβέλας. Ενώ ο Γκρέγκορ ξυπνά «μεταμορφωμένος» στην πρώτη πρόταση της νουβέλας, ο πατέρας του, η μητέρα του και η πολυαγαπημένη αδελφή του μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Ο Κάφκα αφηγείται την αποδόμηση της αγίας οικογένειας στον δυτικό πολιτισμό.

Ο στυλοβάτης του σπιτιού είναι το θύμα και τα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του οι εκμεταλλευτές του. Με τον Γκρέγκορ ανίκανο να δουλέψει, η οικογένεια νοικιάζει ένα δωμάτιο του σπιτιού και η αδελφή του θα κληθεί κάποια στιγμή να παίξει βιολί, για να ψυχαγωγήσει τους κυρίους νοικάρηδες. Αλλοτριωμένη θα πει αργότερα: «Όταν είν’ αναγκασμένος κανείς να δουλεύει τόσο πολύ, όπως όλοι εμείς, δεν μπορεί να αντέξει και στο σπίτι αυτό το αιώνιο μαρτύριο. Ούτε κι εγώ μπορώ πια».

Είναι αλήθεια ότι ο Κάφκα είχε βαθιά γνώση των συνθηκών εργασίας. Το καλοκαίρι του 1909, όντας υπάλληλος στο «Ίδρυμα Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων για το Βασίλειο της Βοημίας στην Πράγα» έγραφε στον Μπροντ: «Στις τέσσερεις περιφέρειές μου εμπίπτουν – πέρα απ’ τις υπόλοιπες εργασίες μου – άνθρωποι που πέφτουνε σαν μεθυσμένοι κάτω απ’ τις σκαλωσιές, μέσα στις μηχανές, όλα τα μαδέρια παλαντζάρουνε κι ανατρέπονται, τα πρανή αναχώματα υποχωρούνε, όλες οι σκάλες γλιστράνε, ό,τι δίνεις προς τα πάνω γκρεμίζεται κάτω, ό,τι δίνεις προς τα κάτω σε παίρνει μαζί του και γκρεμίζεσαι κι εσύ. Και σε πιάνει πονοκέφαλος μ’ εκείνες τις νεαρές κοπέλες στα εργοστάσια πορσελάνης, που σωριάζονται ασταμάτητα με πύργους από πιατικά πάνω στα σκαλοπάτια». Ο Γκρέγκορ πέφτει στον βωμό της εκμετάλλευσης και του κέρδους, πέφτει αργά και βασανιστικά, αλλά καλή τη πίστει και συνοδεία οικογενειακών αναστεναγμών, οδυρμών και ιαχών. Ένα εξιλαστήριο θύμα σε εποχή κρίσης.

Το σκίτσο του Στάρκε σε εκείνο το πρώτο εξώφυλλο θα μπορούσε να απεικονίζει την αποστροφή του Γκρέγκορ για την εφιαλτική μεταμόρφωση των δικών του ανθρώπων, την οδύνη του μετά το ξύπνημα από έναν εφιάλτη, που του αποκάλυψε το δυνάμει πραγματικό πρόσωπό τους. Αλλά θα μπορούσε να απεικονίζει και τον ίδιο τον συγγραφέα, που αποστρέφει το βλέμμα του στη θέα της αιώνιας απειλής που του φανέρωσε άλλο ένα «ολοκληρωτικό άνοιγμα του σώματος και της ψυχής» του.



[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2014 στο περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, τεύχος 201-202.]