Η αποστροφή

«Αυτό όχι, αυτό, παρακαλώ, όχι!», γράφει μεταξύ άλλων ο Φραντς Κάφκα στον εκδότη του, Κουρτ Βολφ, τον Οκτώβριο του 1915, όταν υποψιάζεται ότι ο Όττομαρ Στάρκε, ο καλλιτέχνης που έχει αναλάβει να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο της Μεταμόρφωσης, μπορεί να θελήσει να σχεδιάσει «το ίδιο το έντομο» [«das Insekt selbst»], και εξηγεί: «Δεν θέλω να περιορίσω το πεδίο της δικής του δικαιοδοσίας, αλλά απλώς να παρακαλέσω λόγω της καλύτερης φυσικά εκ μέρους μου γνώσης της ιστορίας. Το ίδιο το έντομο δεν μπορούμε να το σχεδιάσουμε. Δεν μπορούμε όμως ούτε καν μακρόθεν να το δείξουμε». Μία τέτοια παράκληση δεν θα μπορούσε να μη γίνει σεβαστή.


Έτσι, «το ίδιο το έντομο», εκείνο το «ungeheueren Ungeziefer» στην πρώτη πρόταση του πλέον δημοφιλούς έργου του Κάφκα, δυο λέξεις που δηλώνουν τη μεταμόρφωση του Γκρέγκορ [και στα Ελληνικά έχουν αποδοθεί ως «πελώρια μαμούνα» (Τ. Ανεμογιάννη, 1962), «πελόριο έντομο» (Θ. Σερμπίνι, 1981), «πελώρια κατσαρίδα» (Κ. Προκοπίου, 1982 – Β. Τομανάς, 1989), «πελώριο ζωύφιο» (Δ. Δήμου, 1996), «τεράστιο έντομο» (Μ. Ζαχαριάδου, 1996) και «τεράστιο παράσιτο» (Αλ. Κυπριώτης, 2005)] δεν θα απεικονιστεί στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της νουβέλας, και θα παραμείνει ουσιαστικά για πάντα, ακόμη και για τον γερμανόφωνο αναγνώστη, ένα μυστήριο, το οποίο θα πυροδοτήσει αμέτρητες συζητήσεις και αναλύσεις. Μάλιστα ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, έχοντας ένα ακόμη πλεονέκτημα, την ιδιότητα του εντομολόγου, και μελετώντας την περιγραφή που ακολουθούσε εκείνο το «monstrous insect» («τερατώδες έντομο») της αγγλικής μετάφρασης που είχε στη διάθεσή του, απέρριψε στην περίφημη διάλεξή του για τη Μεταμόρφωση την άποψη κάποιων σχολιαστών περί «κατσαρίδας» («cockroach») και υποστήριξε, στηριζόμενος σε δικά του σκίτσα, ότι ο Γκρέγκορ μεταμορφώθηκε σε «σκαθάρι» («beetle»).

Σε πείσμα του Ναμπόκοφ και πολλών άλλων, παρ’ όλ’ αυτά, η «πελώρια μαμούνα» θα μείνει μάλλον για πάντα χαραγμένη στη συλλογική αναγνωστική συνείδηση ως «κατσαρίδα», αποτελώντας τη μία εκ των δύο, τουλάχιστον, παρανοήσεων, με τις οποίες έχει περάσει ο Φραντς Κάφκα στην Ιστορία. (Η άλλη τον εμφανίζει ως έναν ιδιότροπο συγγραφέα, που ήθελε να καεί όλο το έργο του.)

Πέρα από την παράκληση του Κάφκα, να μην απεικονιστεί «το ίδιο το έντομο» στο εξώφυλλο, δεν γνωρίζουμε τι άλλο διαμηνύθηκε μεταξύ του συγγραφέα και του σκιτσογράφου. Το σκίτσο στο εξώφυλλο, με το οποίο κυκλοφόρησε Η μεταμόρφωση τελικά, είχε ως εξής: Μία εσωτερική δίφυλλη ξύλινη πόρτα, το αριστερό φύλλο της πόρτας, αν και ανοιχτό, εμποδίζει τη θέα προς το εσωτερικό του δωματίου, το οποίο είναι σκοτεινό. Έξω από την πόρτα, με έκδηλη την κίνηση απομάκρυνσης από το δωμάτιο, μία ανδρική φιγούρα, φορώντας μια ρόμπα, δεμένη με ζώνη στη μέση, και παντόφλες, με το δεξί πόδι να προπορεύεται στον βηματισμό και το αριστερό πόδι λίγο πιο πίσω και πλαγίως με σηκωμένη ελαφρώς τη φτέρνα, σαν να αποτελεί τον άξονα στήριξης της μικρής περιστροφής που έχει προηγηθεί, τον κορμό γυρτό προς τα εμπρός, με τις παλάμες των δυο χεριών να κρύβουν το πρόσωπο, κλείνοντας ίσως τα μάτια ή κρατώντας απλώς το κεφάλι με τα μαύρα μαλλιά.

Εκ πρώτης όψεως, ασφαλώς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το πολύ ωραίο σκίτσο του Στάρκε παραπέμπει σε μία δραματική σκηνή της Μεταμόρφωσης. Ωστόσο, τη συγκεκριμένη σκηνή ο αναγνώστης δεν θα τη συναντήσει στη νουβέλα. Πρόκειται άραγε για μία επιπόλαιη ανάγνωση της νουβέλας εκ μέρους του εικονογράφου ή μήπως για κακή συνεννόηση μεταξύ συγγραφέα και εικονογράφου; Μήπως ο Κάφκα, φοβούμενος ότι οποιαδήποτε περαιτέρω διαφωνία του θα μπορούσε να οδηγήσει στο προφανές, ήταν έτοιμος να αποδεχθεί οτιδήποτε άλλο πέρα από «το ίδιο το έντομο»; Ή μήπως ο Στάρκε έγινε τελικά κοινωνός «της καλύτερης φυσικά» εκ μέρους του συγγραφέα «γνώσης της ιστορίας» και το σκίτσο του ήταν ένα κλείσιμο του ματιού, πρωτίστως στον συγγραφέα της;

Το καινούργιο της Μεταμόρφωσης, η διαχρονικά ρηξικέλευθη ουσία της, η οποία αυτομάτως την καθιστά ένα αλησμόνητο ανάγνωσμα, δεν έγκειται στην πρόδηλη και εκπεφρασμένη ήδη στην πρώτη πρόταση της νουβέλας μεταμόρφωση του Γκρέγκορ, είτε πρόκειται για μεταμόρφωση γενομένη στη σφαίρα του φανταστικού είτε για εφιαλτική κατασκευή στη σφαίρα του πραγματικού. Η μεταμόρφωση του Γκρέγκορ είναι το έναυσμα για την ουσιαστική μεταμόρφωση των μελών της οικογένειας του Γκρέγκορ, η οποία θα εξελιχθεί κωμικοτραγικά, βασανιστικά και ρεαλιστικά μέχρι το τέλος της νουβέλας. Ενώ ο Γκρέγκορ ξυπνά «μεταμορφωμένος» στην πρώτη πρόταση της νουβέλας, ο πατέρας του, η μητέρα του και η πολυαγαπημένη αδελφή του μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Ο Κάφκα αφηγείται την αποδόμηση της αγίας οικογένειας στον δυτικό πολιτισμό.

Ο στυλοβάτης του σπιτιού είναι το θύμα και τα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του οι εκμεταλλευτές του. Με τον Γκρέγκορ ανίκανο να δουλέψει, η οικογένεια νοικιάζει ένα δωμάτιο του σπιτιού και η αδελφή του θα κληθεί κάποια στιγμή να παίξει βιολί, για να ψυχαγωγήσει τους κυρίους νοικάρηδες. Αλλοτριωμένη θα πει αργότερα: «Όταν είν’ αναγκασμένος κανείς να δουλεύει τόσο πολύ, όπως όλοι εμείς, δεν μπορεί να αντέξει και στο σπίτι αυτό το αιώνιο μαρτύριο. Ούτε κι εγώ μπορώ πια».

Είναι αλήθεια ότι ο Κάφκα είχε βαθιά γνώση των συνθηκών εργασίας. Το καλοκαίρι του 1909, όντας υπάλληλος στο «Ίδρυμα Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων για το Βασίλειο της Βοημίας στην Πράγα» έγραφε στον Μπροντ: «Στις τέσσερεις περιφέρειές μου εμπίπτουν – πέρα απ’ τις υπόλοιπες εργασίες μου – άνθρωποι που πέφτουνε σαν μεθυσμένοι κάτω απ’ τις σκαλωσιές, μέσα στις μηχανές, όλα τα μαδέρια παλαντζάρουνε κι ανατρέπονται, τα πρανή αναχώματα υποχωρούνε, όλες οι σκάλες γλιστράνε, ό,τι δίνεις προς τα πάνω γκρεμίζεται κάτω, ό,τι δίνεις προς τα κάτω σε παίρνει μαζί του και γκρεμίζεσαι κι εσύ. Και σε πιάνει πονοκέφαλος μ’ εκείνες τις νεαρές κοπέλες στα εργοστάσια πορσελάνης, που σωριάζονται ασταμάτητα με πύργους από πιατικά πάνω στα σκαλοπάτια». Ο Γκρέγκορ πέφτει στον βωμό της εκμετάλλευσης και του κέρδους, πέφτει αργά και βασανιστικά, αλλά καλή τη πίστει και συνοδεία οικογενειακών αναστεναγμών, οδυρμών και ιαχών. Ένα εξιλαστήριο θύμα σε εποχή κρίσης.

Το σκίτσο του Στάρκε σε εκείνο το πρώτο εξώφυλλο θα μπορούσε να απεικονίζει την αποστροφή του Γκρέγκορ για την εφιαλτική μεταμόρφωση των δικών του ανθρώπων, την οδύνη του μετά το ξύπνημα από έναν εφιάλτη, που του αποκάλυψε το δυνάμει πραγματικό πρόσωπό τους. Αλλά θα μπορούσε να απεικονίζει και τον ίδιο τον συγγραφέα, που αποστρέφει το βλέμμα του στη θέα της αιώνιας απειλής που του φανέρωσε άλλο ένα «ολοκληρωτικό άνοιγμα του σώματος και της ψυχής» του.



[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2014 στο περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, τεύχος 201-202.]