Η μετάφραση του σύντομου κειμένου του Χανς Έριχ Νόσσακ Η καταστροφή μού ανατέθηκε από τις εκδόσεις Σκαρίφημα τον Αύγουστο του 2018, όπως μου είχε ανατεθεί και δύο χρόνια πριν για πρώτη φορά από τον νεοσύστατο εκδοτικό οίκο η μετάφραση του μυθιστορήματος Ο αυτόπτης μάρτυρας του Ερνστ Βάις. Και όπως και στην περίπτωση του Βάις δεν είχα διαβάσει ποτέ πριν κάτι δικό του, παρότι είχα συναντήσει το όνομά του κατά την ενασχόλησή μου με τον Κάφκα, έτσι πάλι δεν είχα διαβάσει ποτέ πριν κάποιο κείμενο του Νόσσακ, παρότι είχα συναντήσει το όνομά του διαβάζοντας Ζέμπαλντ, ο οποίος μάλιστα τον εξαίρει ως τον μοναδικό Γερμανό συγγραφέα της εποχής που διέθετε τη βούληση και το ψυχικό σθένος να καταγράψει τις επιπτώσεις της καταστροφικής εκστρατείας των Συμμάχων κατά γερμανικών πόλεων.
Γιατί Η καταστροφή, που γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1943 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1948, αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία για τους βομβαρδισμούς του Αμβούργου από τους Συμμάχους το καλοκαίρι του 1943, που είχαν το κωδικό όνομα «Επιχείρηση Γόμορρα».
Αφενός η προηγούμενη ανάθεση από τις εκδόσεις Σκαρίφημα και αφετέρου η κρίση του Ζέμπαλντ για τον Νόσσακ αρκούσαν, ώστε να δεχτώ να αναλάβω τη μετάφραση, πριν καν διαβάσω το βιβλίο. Αν και είναι αλήθεια ότι αυτό, το να αναλάβω να μεταφράσω ένα βιβλίο χωρίς να το έχω διαβάσει πριν ολόκληρο, το είχα μετανιώσει μια φορά στο παρελθόν, ήμουν σίγουρος ότι αυτή τη φορά δεν θα συνέβαινε, γιατί, πέρα από την καλή συνεργασία μου με τις εκδόσεις Σκαρίφημα σε επίπεδο συνεννόησης, έτρεφα ήδη ιδιαίτερη εκτίμηση για τα κριτήρια με τα οποία καταρτίζουν το εκδοτικό τους πρόγραμμα.
Το πρώτο που έκανα, φυσικά, ήταν να διαβάσω το βιβλίο. Εκείνη η πρώτη ανάγνωση ήρθε να επιβεβαιώσει ότι καλώς είχα αποδεχτεί να αναλάβω τη μετάφραση της Καταστροφής. Η μαρτυρία του Νόσσακ, γραμμένη μόλις λίγους μήνες έπειτα από εκείνους τους βομβαρδισμούς, με τις πληγές ανοιχτές ακόμη, είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ο Νόσσακ επιλέγει σε ένα κομβικό σημείο της μαρτυρίας του να μιλήσει με στίχους από την Οδύσσεια. Όταν κάνει λόγο για τα αντιαεροπορικά πυρά, τα ναζιστικά σαφώς πυρά κατά των συμμαχικών βομβαρδιστικών, λέει:
«Το αίσθημα της φρικτής ικανοποίησης για τον εχθρό που χτυπήθηκε δεν εμφανίστηκε. Θυμάμαι ότι με μια τέτοια ευκαιρία κάποιες γυναίκες πάνω στη στέγη του διπλανού σπιτιού άρχισαν να χειροκροτούν, και πώς εγώ τότε όλο θυμό αναλογίστηκα τα λόγια του Οδυσσέα, με τα οποία απαγόρεψε στη γριά τροφό να δείχνει χαρά για τον θάνατο των μνηστήρων:
Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις
δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους!»
Αυτή η αρχαιοελληνική αλήθεια, αυτός ο σεβασμός σε κάθε ανθρώπινη ζωή αποτελεί την ισχυρότερη ασπίδα κατά της επέλασης του ναζισμού, του φασισμού, κάθε εθνικισμού γενικότερα. Αυτό με έκαναν να σκεφτώ κάποια σχόλια αγανακτισμένων πολιτών που εμφανίστηκαν στη σελίδα των εκδόσεων Σκαρίφημα στο facebook σχετικά με την κυκλοφορία της Καταστροφής. Λες και ο Χίτλερ ήταν ο τελευταίος λαοπλάνος ηγέτης, λες και η μοίρα κάθε λαού σπάνια γίνεται έρμαιο εκείνων που με τον έναν ή άλλον τρόπο παίρνουν τα ηνία της εξουσίας, λες και σκοπός εκείνων των βομβαρδισμών ήταν η διαφύλαξη της ειρήνης των λαών και λες και ο ελληνικός και κυπριακός λαός ευεργετήθηκαν μετά απ’ τους Συμμάχους.
Η καταστροφή είναι ένα διαχρονικό αντιπολεμικό έργο. Υπερβαίνει τον χρόνο και τον τόπο που τη γέννησαν. Σκηνές όπως η παρακάτω δεν είναι σκηνές του τότε και του πριν, είναι σκηνές του σήμερα και του αύριο. Δεν έχει σημασία αν αυτός που τις έγραψε έχει για μητρική του γλώσσα τα γερμανικά, τα ελληνικά ή τα αραβικά.
«Τη νύχτα κιόλας και νωρίς τα χαράματα εμφανίσθηκαν οι πρώτοι πρόσφυγες. Ξυπόλυτοι κάποιοι και με το νυχτικό, έτσι όπως είχαν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι κι είχαν τρέξει να βγουν στον δρόμο. Έφεραν μια τρομακτική σιγή μαζί τους. Κανένας δεν τολμούσε να τους ρωτήσει, όταν κάθονταν βουβοί στην άκρη του δρόμου· ναι, και βοήθεια μόνο να ήθελες να τους προσφέρεις φάνταζε με εκκωφαντική δραστηριότητα. Ύστερα έφθασαν φορτηγά. Οι άνθρωποι κάθονταν ξένοι εκεί μέσα. Πού πάμε; Γιατί σταματάμε; Αφήστε μας να κοιμηθούμε λιγάκι ακόμη! Τα χέρια τους γαντζωμένα σε μπόγους με ακατανόητα υπάρχοντα, σαν ένα ύστατο βάρος, που τους κρατούσε στο έδαφος. Πουθενά κλάματα ή έστω ένα δάκρυ· αμίλητοι κατέβαιναν και αφήνονταν να τους οδηγήσουν».
Μετά την πρώτη ανάγνωση, έκανα, όπως πάντα, ένα πρόγραμμα μετάφρασης, το οποίο πολύ γρήγορα αποδείχτηκε αδύνατο να τηρήσω. Είχα υποτιμήσει την ψυχική κούραση που θα έφερνε αυτή η μετάφραση.
Κάποια στιγμή, ωστόσο, ολοκληρώθηκε και ακολούθησε η εισαγωγή, για την οποία είχα την τύχη να εκμεταλλευτώ την πλούσια βιβλιοθήκη του Ευρωπαϊκού Συμποσίου Μεταφραστών στο Στράλεν της Γερμανίας.
Ο πολυβραβευμένος εν ζωή Χανς Έριχ Νόσσακ, που η δημοσίευση των γραπτών του επί ναζισμού απαγορευόταν, που μετά τον θάνατό του πήραν το όνομά του δύο βραβεία, είναι ένας πολύ γνωστός συγγραφέας στη Γερμανία, που (γιατί άραγε;) δεν διαβάζεται και τόσο πολύ.
[Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο DIASTIXO στις 16 Νοεμβρίου 2020.]